«Το κουβάρι έχει ξεμπερδευτεί και πράγματι η Ελλάδα αποδεσμεύεται σταδιακά, αφήνοντας πίσω της την πολυετή ύφεση και διαμορφώνει τις συνθήκες για την έξοδο από τα προγράμματα στήριξης, την έξοδο από την επιτροπεία, με το δικό της σχέδιο για μια νέα Ελλάδα, πιο παραγωγική και πιο δίκαιη», είπε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στο Συνέδριο του Economist στο Λαγονήσι.
“Η σταθερή υπεραπόδοση έναντι των δημοσιονομικών στόχων, υπήρξε το κλειδί για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και μια στέρεη βάση για τα επόμενα κρίσιμα βήματα της ελληνικής οικονομίας”, τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Σημείωσε ότι αυτό κατέστη δυνατό, δίχως να επαναλάβουμε τα αδιέξοδα και τις καταστροφικές συνέπειες μιας άνευ προηγουμένου επιθετικής δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία υλοποιήθηκε την περίοδο 2010-2014 και αποδείχθηκε απολύτως καταστροφική τόσο για την οικονομία όσο όμως και για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν μπορεί να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή για την Ελλάδα ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που περιλαμβάνει συρρίκνωση μισθών, πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εξάλειψη κάθε μορφής κοινωνικής προστασίας, τόνισε κατηγορηματικά ο Αλ. Τσίπρας.
Υπογράμμισε στον αντίποδα ότι η Ελλάδα διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι μια οικονομία εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης.
«Σταθερός στόχος για τη χώρα από εδώ και στο εξής, είναι να βελτιώσουμε την απόδοσή της ελληνικής οικονομίας, να ενισχύσουμε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να αξιοποιήσουμε στο βέλτιστο βαθμό και το τελευταίο ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Όλη η ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο συνέδριο του Economist
«Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να κλείσω τις εργασίες και του φετινού συνεδρίου του Economist.
Ένα συνέδριο στο οποίο ακούστηκαν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για τα ζητήματα της Ευρώπης και της Ελλάδας, από ανθρώπους που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης και έχουν βαθιά γνώση της κρισιμότητας των σχετικών ζητημάτων.
Ο εύστοχος και καίριος τίτλος του συνεδρίου με τη χαρακτηριστική οικονομία των εκφραστικών μέσων και τη νοηματική πυκνότητα που διακρίνει τις παρεμβάσεις του Economist, μας βάζει άμεσα στην ουσία του θέματος.
Πράγματι λοιπόν, η Ελλάδα αποδεσμεύεται σταδιακά, αφήνοντας πίσω της την πολυετή ύφεση και διαμορφώνει τις συνθήκες για έξοδο από την επιτροπεία, με το δικό της σχέδιο για μια νέα Ελλάδα, πιο παραγωγική και πιο δίκαιη.
Η προσπάθεια για να φτάσουμε μέχρι εδώ, στο σημείο δηλαδή να μπορούμε να προετοιμάσουμε την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα με συγκεκριμένο οδικό χάρτη, ήταν τεράστια.
Η σταθερή υπεραπόδοση έναντι των δημοσιονομικών στόχων, υπήρξε κλειδί για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και μια στέρεη βάση για τα επόμενα βήματα της ελληνικής οικονομίας.
Και αυτό κατέστη δυνατό, δίχως να επαναλάβουμε τα αδιέξοδα και τις καταστροφικές συνέπειες μιας άνευ προηγουμένου επιθετικής δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία υλοποιήθηκε την περίοδο 2010-2014 και αποδείχθηκε απολύτως καταστροφική τόσο για την οικονομία όσο όμως και για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Καταφέραμε λοιπόν, να υλοποιήσουμε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγών με σκοπό όχι απλά να βελτιώσουμε την εικόνα της ελληνικής οικονομίας αλλά και να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον που θα βοηθά την οικονομική και επενδυτική δραστηριότητα να αναπτύσσεται.
Ένα ασφαλές και σύγχρονο πλαίσιο ώστε να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Και αυτό κατέστη εφικτό παρά το ότι βρεθήκαμε αρκετές φορές, απέναντι σε θέσεις και προτάσεις από την πλευρά των δανειστών μας, οι οποίες κινούνταν στα όρια του οικονομικού ανορθολογισμού.
Και είναι νομίζω κρίσιμο να γίνει σαφές που έγκειται αυτός ο ανορθολογισμός, διότι δεν τον συναντάμε μόνο στις προτάσεις που αναπαράγουν οι τεχνοκράτες των θεσμών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τον αναπαρήγαγαν – και συνεχίζουν να τον αναπαράγουν – κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, επιχειρηματικές ενώσεις και μια σειρά από πρόσωπα του δημοσίου βίου, εμφανίζοντάς τον ως τη μοναδική επιλογή για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πρόκειται για μια θέση που εδράζεται στο ότι η Ελλάδα οφείλει να μετατραπεί σε μια οικονομία εντάσεως εργασίας και να στηρίξει εκεί την ανταγωνιστικότητα της.
Γνωρίζουμε όλοι τι χαρακτηριστικά έχει μια τέτοια οικονομία.
Συρρίκνωση μισθών, πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εξάλειψη κάθε μορφής κοινωνικής προστασίας.
Και σας καλώ να αναρωτηθείτε, πέρα από την ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση καθενός.
Μπορεί να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή για την Ελλάδα, ένα τέτοιο αναπτυξιακό υπόδειγμα;
Και σε τελική ανάλυση, είναι αυτό ένα μοντέλο το οποίο μπορεί να είναι συμβατό με μια χώρα που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης;
Η απάντηση μου, είναι κατηγορηματικά αρνητική.
Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα με πολύ σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας.
Και αποτελεί ευθεία υποτίμηση των δυνατοτήτων της χώρας, ο ισχυρισμός ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, περνά από μεθόδους που παραπέμπουν όχι στο ευρωπαϊκό μοντέλο αλλά σε αναπτυσσόμενες χώρες του τρίτου κόσμου.
Δηλαδή από τη συρρίκνωση του μισθολογικού κόστους και την άρση κάθε προστατευτικής δικλείδας για τον κόσμο της εργασίας.
Δική μας εκτίμηση είναι ότι αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας πρέπει να κινηθούμε στον αντίποδα αυτού του ισχυρισμού.
Η Ελλάδα διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι μια οικονομία εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης.
Μια οικονομία που η παραγωγή της βασίζεται στην υψηλή προστιθέμενη αξία.
Η χώρα μας διαθέτει υψηλής ποιότητας προϊόντα, δίκτυα, υποδομές, τεχνογνωσία και πάνω απ’ όλα ένα ανθρώπινο δυναμικό με γνώσεις και δεξιότητες το οποίο, δυστυχώς η κρίση και οι πολιτικές διαχείρισής της, κατέστησαν λιμνάζον και μέρος του το εξώθησαν σε φυγή.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, θεωρώ ανεπίτρεπτο να βάζουμε φραγμό στις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και στην περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της.
Και δεν είναι τίποτα άλλο παρά κίβδηλη, η θέση που βασίζεται στο ότι μπορεί η Ελλάδα να βγει νικήτρια στην αρένα του ανταγωνισμού στη βάση του μισθολογικού κόστους.
Για το λόγο αυτό, η προσήλωσή μας είναι πρωτίστως σε μεταρρυθμίσεις που θα αξιοποιούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα παραπάνω ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Για να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας, με σταθερές σχέσεις εργασίας και αξιοπρεπείς αμοιβές.
Για να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, μέσω του μισθού, ώστε να συμπαρασύρει θετικά την ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομικής δραστηριότητας.
Για να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα της εργασίας, όχι στη βάση του καταναγκασμού και του φόβου της απόλυσης, αλλά με την παροχή εργασιακής ασφάλειας και σταθερότητας, ώστε κάθε εργαζόμενος να παράγει και να δημιουργεί, αξιοποιώντας κάθε πτυχή των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του.
Οι παραπάνω στόχοι ορίζουν τη στρατηγική μας για την επόμενη μέρα.
Είναι η βάση πάνω στην οποία επιλέγουμε να ξεδιπλώσουμε το όραμα της δίκαιης ανάπτυξης, η οποία θα έχει θετικό αντίκτυπο συνολικά στην ελληνική κοινωνία.
Και έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι αυτό μας το όραμα, είναι ένα win-win scenario για κάθε εμπλεκόμενο στην παραγωγική δραστηριότητα.
Διότι διαμορφώνει συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης παράλληλα με την ύπαρξη ενός στιβαρού πλαισίου κοινωνικής δικαιοσύνης, δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον σταθερότητας και ασφάλειας που είναι κεφαλαιώδεις προϋποθέσεις για την οικονομική ευημερία.
Κυρίες και κύριοι,
Σταθερός μας στόχος, είναι να βελτιώσουμε την απόδοσή της ελληνικής οικονομίας, να ενισχύσουμε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να αξιοποιήσουμε στο βέλτιστο βαθμό και το τελευταίο ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου.
Σήμερα, το κράτος γίνεται πιο γρήγορο και φιλικότερο στην προσέλκυση νέων επενδύσεων χωρίς όμως να γίνονται υποχωρήσεις σε ζητήματα ίσης μεταχείρισης και περιβαλλοντικής προστασίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απλοποίηση και η επιτάχυνση των διαδικασιών έναρξης οικονομικής δραστηριότητας μέσω της νέας ηλεκτρονικής υπηρεσίας μιας στάσης.
Οι μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό μηχανισμό, στη δημόσια διοίκηση, στις αγορές προϊόντος, στο ασφαλιστικό σύστημα και στον τραπεζικό τομέα, έφεραν την Ελλάδα ανάμεσα στις κορυφαίες χώρες όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth».
Το ίδιο συνομολογεί η Παγκόσμια Τράπεζα κι άλλοι διεθνείς οργανισμοί.
Η ανεργία διατηρεί την πτωτική της τάση, μάλιστα τα τελευταία 2 χρόνια το ισοζύγιο των θέσεων εργασίας είναι θετικό κατά 250.000 θέσεις.
Αυτά αποτελούν θετική εξέλιξη αλλά δεν μένουμε εκεί.
Διότι θέλουμε να επιταχύνουμε το ρυθμό απoμείωσής της και αυτό θα γίνει μέσω της επενδυτικής ανάκαμψης τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων επενδύσεων.
Η Ελλάδα είναι πολύ κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο ως ποσοστό επενδύσεων επί του ΑΕΠ.
Και για να μην παγιωθεί αυτή η τάση ως αναπτυξιακή υστέρηση πρέπει να πετύχουμε υπέρβαση του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Εκεί βρίσκεται όλη μας η εστίαση.
Και αναλύεται σ’ ένα πλέγμα δράσεων και εργαλείων, όπως:
· ο αναπτυξιακός νόμος,
· η ενίσχυση της ρευστότητας και του τραπεζικού μας συστήματος,
· η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και του προγράμματος Γιούνκερ,
· η συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και άλλους διεθνείς οργανισμούς,
· η αύξηση των κονδυλίων για το Πρόγραμμα Δημοσίων επενδύσεων για 3η χρονιά στη σειρά,
· η επανεκκίνηση μεγάλων έργων και η διάχυση οικονομικού δυναμισμού που δημιουργούν για μια σειρά επαγγελμάτων και
· η ανάδειξη των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων μέσω ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού που είναι στη φάση της διαβούλευσης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και πλέον οδεύει στην ολοκλήρωσή του.
Ως επιστέγασμα όλης αυτής της προσπάθειας ήρθε και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης για να τερματίσει οριστικά μια περίοδο αβεβαιότητας, δίνοντας περισσότερη σαφήνεια γύρω από τα απαραίτητα μέτρα ελάφρυνσης που δεσμεύονται πια οι εταίροι μας να λάβουν αμέσως μετά τη λήξη του προγράμματος, δηλαδή σε ένα χρόνο από τώρα.
Αλλά δίνοντας και ένα πλέγμα συγκεκριμένων δράσεων για τη στήριξη της ανάπτυξης.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η ισχυρή δέσμευση των εταίρων μας ότι θα πράξουν ό’τι χρειάζεται προκειμένου η Ελλάδα σε ένα χρόνο από σήμερα να τερματίσει οριστικά τα προγράμματα στήριξης.
Να μπορεί αυτοδύναμα να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της και συνακόλουθα να προσδιορίζει αυτόνομα τις οικονομικές της πολιτικές.
Και πως επιτυγχάνεται αυτό από την απόφαση της 15ης Ιούνη ;
Συγκεκριμένα, ο συνδυασμός της κατάλληλης επέκτασης των ωριμάνσεων των ομολόγων, με τον καθορισμό του ορίου των μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών και το κλείδωμα του ύψους των πλεονασμάτων γύρω στο επίπεδο του 2%, δίνει, για πρώτη φορά, ένα σαφές περίγραμμα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους το οποίο συνοδεύεται από την εγγύηση των εταίρων για τη λήψη επιπλέον μέτρων που θα τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση.
Αυτό, με τη σειρά του, επέτρεψε να μετατοπιστεί το βάρος της συμφωνίας στην πλευρά της ανάπτυξης και στα ειδικά μέτρα για την τόνωση της, όπως η δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας, η έκτακτη πρόσβαση της Ελλάδας σε ειδικές χρηματοδοτικές γραμμές και κυρίως η δημιουργία ειδικού αποθεματικού που θα υποστηρίξει την έξοδό μας στις αγορές.
Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το ζήτημα του χρέους, μετά από αυτές τις αποφάσεις, δεν αντιμετωπίζεται πλέον μονοδιάστατα, ως ένα λογιστικό ζήτημα τακτοποίησης οφειλών, αλλά αντίθετα έγινε κατανοητό και αποτυπώθηκε με σαφήνεια, ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας είναι πρωτίστως ζήτημα οικονομικής ανάπτυξης και δυνατότητας αποπληρωμής λογικών χρεολυσίων και επιτοκίων σε ετήσια βάση.
Με δυο λόγια όσοι θα βλέπουν πια το χρέος της Ελλάδας δε θα κρίνουν τη βιωσιμότητά του με βάση το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά τη δυνατότητα της χώρας να ανταποκρίνεται στις ετήσιες χρηματοδοτικές της ανάγκες.
Και όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την καθοριστική απόφαση του Eurogroup του Μάη του 2016, να μπει πλαφόν στις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες το 15% του ΑΕΠ, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο εγγύησης για τη προοπτική βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Που καθώς όλα δείχνουν θα καταστήσει τη χώρα μας ικανή, να δανείζεται από τις αγορές πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Θα με ρωτήσετε μα αυτό δεν υπήρχε το 2015 ;
Αν δε διεκδικούσατε μια καλύτερη συμφωνία ;
Η απάντησή μου είναι σαφής και απόλυτη.
Όχι.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν υπήρχε.
Ούτε το βάθος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που έχουμε κάνει αυτά τα δυο χρόνια.
Κυρίως όμως δεν υπήρχαν οι δεσμεύσεις που σας περιέγραψα παραπάνω σε σχέση με τη προοπτική βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και οι δεσμεύσεις για την στροφή στην αναπτυξιακή στρατηγική.
Για αυτό και τώρα η Ελλάδα δε θα βγει στις αγορές προστατευμένα και για επικοινωνιακούς λόγους.
Θα βγει με το σπαθί της και με όρους βιώσιμης προοπτικής.
Για αυτό και η Ελλάδα δε θα αναζητήσει το καλοκαίρι του 2018 πιστωτική γραμμή στήριξης με νέες δεσμεύσεις, δηλαδή ένα κεκαλυμμένο μνημόνιο για να αποχαιρετήσει το πρόγραμμα, αλλά μετά την απόφαση της 15ης Ιούνη, είμαστε βέβαιοι ότι θα βγει καθαρά και θα αποχαιρετήσει οριστικά τα μνημόνια.
Και για του λόγου το αληθές:
Οι αγορές υποδέχτηκαν πολύ θετικά τη συμφωνία του Ιουνίου και αυτό φάνηκε στα επίπεδα των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων που βρέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδά τους από το 2009.
Πρόσφατα αναβαθμιστήκαμε από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s και οι προοπτικές της οικονομίας μας άλλαξαν σε θετικές.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον γύρω από την Ελλάδα που είναι έντονο εδώ και αρκετό καιρό, έγινε ακόμη εντονότερο.
Πλέον οι επενδυτές έχουν μάθει να «διαβάζουν» και να σταθμίζουν πολιτικά τις αποφάσεις των Eurogroup και άρα είναι έτοιμοι να επανέλθουν δυναμικά στην ελληνική αγορά.
Από τις επαφές μας γνωρίζουμε ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον αποκρυσταλλώνεται πλέον σε συγκεκριμένα αιτήματα, ειδικά στους τομείς που διαθέτουμε φυσικά πλεονεκτήματα όπως:
· η Ενέργεια και οι ανανεώσιμες πηγές,
· οι Μεταφορές και το διαμετακομιστικό εμπόριο,
· η πρωτογενής παραγωγή και η μεταποιητική βιομηχανία,
· ο Τουρισμός
· και τα ερευνητικά μας κέντρα και το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Και είναι από αυτό εδώ το βήμα που καλώ την επενδυτική κοινότητα να έρθει στην Ελλάδα.
Οι επενδυτές να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει. Να επενδύσουν και να στηρίξουν τη μεγάλη προσπάθεια μας.
Τώρα. Και όχι στο μέλλον.
Διότι ξέρετε αν αναμένουμε διαρκώς το μέλλον τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε το παρόν. Και το παρόν μας, το εδώ και τώρα, μας δείχνει ότι η πορεία της χώρας στο εξής θα είναι μόνο ανοδική.
Διότι πλέον το πρόγραμμα προσαρμογής φτάνει στο τέλος του, και είναι αυτή η κυβέρνηση που θα αναλάβει το έργο της ταχύτατης ολοκλήρωσής του. Χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς άσκοπες αμφιταλαντεύσεις.
Είναι πια καιρός για την Ελλάδα να σηκωθεί ξανά στα πόδια της.
Να μην είναι πια ο ασθενής της Ευρώπης. Και έχει τις δυνατότητες να το πράξει. Το έχει αποδείξει τα δύο τελευταία χρόνια.
Και πρέπει να συνεχίσει σε αυτό το δρόμο. Ειδικά για τους νέους. Για την επόμενη γενιά που θέλει να ζήσει και να δημιουργήσει στην πατρίδα της.
Ειδικά ως προς τους νέους μας επιστήμονες, ρίχνουμε όλο το βάρος για να αντιστρέψουμε τη φυγή τους προς το εξωτερικό με συγκεκριμένες δράσεις που στηρίζουν την έρευνα και την καινοτομία στη χώρα μας και τους επιτρέπουν να διακριθούν με αξιώσεις στους τομείς εξειδίκευσής τους.
Η χώρα μας διαθέτει εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό στους τομείς της επιστήμης και της έρευνας και παρά τις συνθήκες λιτότητας, οι δαπάνες για την έρευνα αυξήθηκαν κατά 30% το 2016.
Το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) στην ίδια κατεύθυνση, θα διαθέσει για το διάστημα 2016 – 2020, κεφάλαια συνολικού ύψους 240 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων, τα 180 εκατ. ευρώ προέρχονται από χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και τα 60 εκατ. ευρώ από το ΠΔΕ.
Η Ελλάδα επομένως αγαπητοί φίλοι, χάρη στις προσπάθειές της και τη συμφωνία που πέτυχε για το χρέος γυρίζει σελίδα, βασίζεται πια σε ένα σύγχρονο εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο, εγγυάται την ομαλή λειτουργία των θεσμών και προωθεί ένα δικαιότερο μοντέλο ανάπτυξης που στοχεύει στην παραγωγή πλούτου αλλά και στη δίκαιη κατανομή του.
Αυτός είναι θεωρώ ο ασφαλέστερος δρόμος προάσπισης του δημοκρατικού μοντέλου και είναι αυτό χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη συνολικά.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως προοπτική ασφάλειας και ευημερίας για τους ευρωπαϊκούς λαούς σήμερα δοκιμάζεται στον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμοποίησής της και βρίσκεται σε μια από τις κρισιμότερες περιόδους στην ιστορική διαδρομή της.
Οι εχθροί της δημοκρατίας όπως οι ακραίες ξενοφοβικές απόψεις, η δημαγωγία, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες διαβρώνουν εκ των έσω την πίστη στο ευρωπαϊκό όραμα και επιτείνουν την αρνητική επίδραση των εξωτερικών προκλήσεων όπως το προσφυγικό και η παγκοσμιοποίηση.
Τώρα παρά ποτέ χρειάζονται συντονισμένες δράσεις σε μια πιο προοδευτική κατεύθυνση και μπορώ με συγκρατημένη αισιοδοξία να πω ότι τα ρεύματα αλλαγής υπάρχουν, και νέοι συσχετισμοί διαμορφώνονται, ισχυροποιούνται και έρχονται στο προσκήνιο.
Η Ευρώπη ως υπόθεση, αφορά τη συλλογική προοπτική των λαών της και δεν περιορίζεται όπως θέλει η συντηρητική αντίληψη στα όρια ενός οικονομικού ή γεωγραφικού χώρου.
Χρειαζόμαστε μια προοδευτική επανάσταση απέναντι στην μονόπλευρη κι αέναη λιτότητα που η συντηρητική ηγεμονία επέβαλε και επιδιώκει να παγιώσει ως αναπόδραστη μοίρα.
Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη συνολικά έχουμε ανάγκη από μια ολοκληρωμένη, μακρόπνοη αναπτυξιακή στρατηγική που θα στηρίζει πρώτα και κύρια το ανθρώπινο κεφάλαιο και θα εμπνέει τα σχέδια ζωής των νέων αυτής της ηπείρου σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και ευμετάβλητο.
Η στήριξη της εργασίας και των δικαιωμάτων καθώς και η επαναθεμελίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου θα στηρίξουν την κοινωνική συνοχή και θα επαναφέρουν την πίστη των λαών στις ευρωπαϊκές αξίες.
Η Ελλάδα ανακτά την αξιοπιστία της, η φωνή της ισχυροποιείται και συμμετέχει με εποικοδομητικές προτάσεις σε όλα κρίσιμα ζητήματα που βρίσκονται εξέλιξη.
Η επιστροφή μας στην κανονικότητα με σταθερά βήματα και η εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων και του παραγωγικού μετασχηματισμού θα συνοδευτεί από την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας, οι επενδύσεις θα ανακάμψουν και η οικονομία θα αναπτύσσεται με βιώσιμους όρους, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπή εργασία και ευημερία για τους πολίτες της.
Αυτή τη δικαίωση αξίζουν οι κόποι και οι απώλειες μιας χαμένης σχεδόν δεκαετίας.
Σας ευχαριστώ.»