ΜΟΛΙΣ νυχτώνει, ο Αχμέτ και ο Σαλί εξαφανίζονται από τον καταυλισμό. Πιάνουν δουλειά. Ο πρώτος παίρνει τον δρόμο για την πλατεία Βικτωρίας. Στο σοκάκι πίσω από την Πατησίων τον περιμένει το αφεντικό. Βγάζει από το πορτμπαγκάζ του παλιού αυτοκινήτου το εμπόρευμα, του γεμίζει τις τσέπες με σακουλάκια πρέζα, του ψιθυρίζει στο αυτί την τιμή της ημέρας και τον στέλνει στα παγκάκια, όπου περιμένουν τη δόση τους τα άρρωστα παιδιά. Ο δεύτερος φτάνει στο Πεδίον του Άρεως. Το στέκι του είναι σε έναν θάμνο στην είσοδο του πάρκου. Κάθε βράδυ εκεί. Σχεδόν 10 τετραγωνικά είναι η επικράτειά του, καθώς δίπλα από αυτόν είναι παρατεταγμένοι στη σειρά άλλοι μετανάστες, όλοι Αφρικανοί.
ΚΑΝΕΙΣ δεν είναι μεγαλύτερος από 18 ετών και όλοι έτοιμοι να πουλήσουν το κορμί τους, όσες φορές αντέξουν σε μια νύχτα, για λίγα ευρώ. Είναι η ώρα που κάθε λογής διεστραμμένοι της Αθήνας, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, αναζητούν την ηδονή παζαρεύοντας μερικά λεπτά συνεύρεσης με 3 έως 5 ευρώ. Αυτές δεν είναι σκηνές από ταινία, είναι ένα από τα δεκάδες όμοια περιστατικά που καταγράφουν καθημερινά υπηρεσίες Ασφαλείας και οι σοβαροί άνθρωποι των μη κυβερνητικών οργανώσεων -γιατί υπάρχουν πολλοί τέτοιοι- που τραβούν τα μαλλιά τους βλέποντας καθημερινά όλο και περισσότερα παιδιά προσφύγων και μεταναστών, κυρίως ασυνόδευτα, να έχουν πάρει τον δρόμο που δεν έχει επιστροφή. Γλίτωσαν στα παράλια της Τουρκίας, σώθηκαν από τα κύματα στο Αιγαίο, για να βυθιστούν οριστικά στον υπόκοσμο της Αθήνας. Και αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, μόνο που εκεί οι κοινωνίες έχουν συγκρότηση και τα κράτη οργανωμένη δομή και περιορίζουν τα φαινόμενα. Στη διαλυμένη Ελλάδα, το κράτος δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της χώρας, πόσο μάλλον τα παιδιά του κατώτερου θεού. Όλα πέφτουν στην Αστυνομία, που κάνει ό,τι μπορεί, καθώς καθημερινά είναι αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες καταστάσεις.
ΣΤΗΝ «ΠΙΑΤΣΑ» του Πεδίου του Άρεως θα βρει κανείς Αφγανούς, Πακιστανούς, Μπαγκλαντεσιανούς, Κούρδους και άλλες εθνικότητες που εκδίδονται για ένα κομμάτι ψωμί κοντά στο πάρκο και όχι μέσα, για να μην ενοχλήσουν τους τοξικομανείς και τους αστέγους! Φορούν ρούχα απλά, με μουντά χρώματα και καπέλο, για να κρύβουν το νεανικό πρόσωπό τους από αστυνομικούς οι οποίοι μπορεί να «τσεκάρουν» το σημείο. Κρατούν μια μπίρα και έναν σουγιά. Τα εκδιδόμενα παιδιά στο κέντρο της Αθήνας δεν θα τα ψάξει κανείς. Δεν υπάρχουν για κανέναν.
ΚΙ ΟΜΩΣ, τα λεφτά υπήρχαν για την προστασία αυτών των παιδιών και την ένταξή τους σε οργανωμένες κοινωνικές δράσεις μέχρι να βρουν τον δρόμο τους. Τα ποσά που εστάλησαν στην Ελλάδα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι ασύλληπτα. Επτακόσια ογδόντα εκατομμύρια έχουν φτάσει μέχρι τώρα από ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και άλλες αναπτυγμένες χώρες.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να ήταν πολύ περισσότερα, αν είχαμε κάνει όσα έπρεπε να κάνουμε για να πάρουμε τους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περισσότερα από τα χρήματα δεν πέρασαν μέσα από τις κρατικές δομές, δόθηκαν σε ΜΚΟ και αλληλέγγυους, για να είναι δήθεν περισσότερο ευέλικτοι οι μηχανισμοί υποστήριξης των δυστυχισμένων.
ΧΩΡΙΣ αμφιβολία, υπάρχουν πολύ σοβαρές ανθρωπιστικές οργανώσεις, υπάρχουν όμως και τρωκτικά, αετονύχηδες και τσαρλατάνοι που παίζουν με τον ανθρώπινο πόνο και τα λεφτά για βοήθεια χάνονται. Ούτε το 30% αυτού του ποσού δεν έπιασε τόπο. Σχεδόν 14.000 ευρώ αντιστοιχούν σε καθέναν από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που έχουν μείνει στη χώρα μας. Αυτοί είναι περίπου 60.000 άνθρωποι. Σκεφτείτε ότι ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε να έχει μια γκαρσονιέρα ή ένα μικρό δυάρι στα Πατήσια, όπου ρημάζουν χιλιάδες σπίτια, και ένα ποσό για να ζήσει αξιοπρεπώς κοντά στους οκτώ μήνες. Ένα προνόμιο που πολλοί Έλληνες σήμερα δεν το διαθέτουν. Θα πείτε, μα γίνονται αυτά; Προφανώς από την ελληνική κρατική μηχανή και από τις ΜΚΟ των αρπακτικών, όχι, δεν γίνονται.
ΑΥΤΑ και άλλα πολλά, όμως, θα μπορούσαν να έχουν γίνει αν αυτοί που έδωσαν τα χρήματά τους έστηναν παράλληλα σοβαρό μηχανισμό υποδοχής και στήριξης όσων πέρασαν από το Αιγαίο. Θα μπορούσαν διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ και θεσμοί όπως ο Ερυθρός Σταυρός να έχουν αναλάβει τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων. Τώρα κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα. Χιλιάδες αθώα παιδιά θα χαθούν για πάντα στα σκοτεινά λαγούμια του υποκόσμου. «Και θα είναι τυχερά αν κάποτε μας συγχωρέσουν», όπως έλεγε ο ηρωικός παπα-Στρατής της Λέσβου. Στο μεταξύ, η ελληνική κοινωνία, με τα τόσα βάσανά της, θα υποστεί τις συνέπειες αυτής της νέας μορφής εγκληματικότητας, η οποία γιγαντώνεται και παίρνει τη μορφή ωρολογιακής βόμβας.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 23 Απριλίου 2017.