Το όριο ηλικίας αποχώρησης από την ενεργό υπηρεσία είναι ζήτημα ειδικά των ανώτατων δικαστών;

Ι. Το ζήτημα του ορίου ηλικίας για την αποχώρηση από την ενεργό δημόσια υπηρεσία και την συνεπακόλουθη συνταξιοδότηση επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση συνήθως κάθε καλοκαίρι, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης του 67ου έτους των εκάστοτε καθηγητών Πανεπιστημίου, καθόσον το ισχύον Σύνταγμα του 1975 καθορίζει στο άρθρο 16 την ηλικία συνταξιοδότησης επιτρέποντας όμως στο νομοθέτη να παρατείνει το όριο προς τα πάνω. Με μιαν εξαίρεση που ίσχυσε τελικώς μόνο για ένα έτος, ο Νόμος δεν επεξέτεινε ποτέ το όριο αυτό.

Το ζήτημα αυτό ανακινήθηκε στη δημόσια συζήτηση όμως προσφάτως για τους ανώτατους δικαστές, όπου πάλι το Σύνταγμα του 1975 προέβλεψε όριο ηλικίας, αυτή τη φορά όμως στην αντίστροφη λογική εκείνης για τους Καθηγητές Πανεπιστημίου, διότι ρητώς ορίζει το 67ο έτος ως όριο άνευ άλλου αποχώρησης των ανώτατων δικαστών από την υπηρεσία, χωρίς να καταλείπεται στο νομοθέτη αυτή τη φορά η προς τα πάνω δυνατότητα νομοθέτησης άλλου ορίου ηλικίας. Λέγεται ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης του 1975 ήθελε να εκκαθαρίσει το δικαστικό σώμα από δικαστές συνεργασθέντες με την Δικτατορία των Συνταγματαρχών, και το έκανε με ευπρέπεια μέσω της συγκεκριμένης διάταξης.

ΙΙ. Το ζήτημα όμως αυτό δεν είναι ειδικό για τους ανώτατους δικαστές, αλλά αφορά και άλλες περιπτώσεις ανώτατων δημόσιων λειτουργών, όπως οι Διπλωμάτες, οι Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων, οι Ανώτατοι Στρατιωτικοί, κλπ. Δεν είναι παράδοξο για τη χώρα μας, ότι η συζήτηση αυτή εκτροχιάζεται εύκολα σε συντεχνιακό, συνδικαλιστικό επίπεδο, και όχι στην εξ επόψεως διοικητικής επιστήμης προσέγγιση, λαμβανομένων μάλιστα ιδιαιτέρως υπόψη των καιρών.

Πριν απ’ όλα, είναι πραγματικά γελοίο για ένα σύγχρονο Σύνταγμα να ασχολείται με το όριο ηλικίας δημόσιων λειτουργών. Πέρασαν σαράντα χρόνια από εκείνα της πολιτικής ανωμαλίας, που προσδιόρισε επιλογές ενός Συντάγματος που όφειλε να προστατεύσει ή να ξεκαθαρίσει κοινωνικές ομάδες, και πλέον εκείνες οι επιλογές φαντάζουν στα μάτια των νέων γενεών πολύ μακρινές και δύσκολα αντιληπτές. Έπρεπε ο Συντακτικός Νομοθέτης, που τόσες φορές αναθεώρησε τον Καταστατικό Χάρτη της Πολιτείας του 1975 να είχε απαλλάξει την ελληνική κοινωνία από κάθε ανάμνηση άλλων εποχών και να είχε καθιερώσει ευέλικτες πολιτικές επιλογές, αν υποθέσουμε ότι θα έπρεπε καν να ασχολείται πλέον με τέτοια ζητήματα.

Όμως, επιπλέον, ακολούθησε η Κρίση, αυτή η μακρόσυρτη και ατελείωτη μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας που έφερε μια διαφορετική φτώχεια, μια καινούργια ανασφάλεια, και την απαίτηση για νέες απαντήσεις στα κοινωνικά ζητήματα. Ο συνήθης πολίτης αυτής της χώρας, που παραδοσιακά προσδοκούσε να συνταξιοδοτηθεί όσο νεότερος μπορούσε για να απολαύσει την υπόλοιπη ζωή του και κυριολεκτικώς να αναθρέψει τα εγγόνια του, αφού δεν απόλαυσε μικρά τα παιδιά του εργαζόμενος σε δυο και τρεις δουλειές για να τα μεγαλώσει αξιοπρεπώς και να τα σπουδάσει, βλέπει τώρα με τρόμο να πλησιάζει η ώρα της συνταξιοδότησης, την ημέρα που θα πτωχύνει κυριολεκτικώς, αφού συντάξεις λέγονται τα ποσά που θα πάρει, αν τα πάρει και για όσο τα πάρει, μόνο κατ’ ευφημισμό. Ο συνήθης πολίτης αυτής της χώρας εύχεται πλέον να μπορεί να εργάζεται συνέχεια και να πεθάνει εργαζόμενος, αφού ο μισθός, όσο και αν απισχνήθηκε, είναι καλλίτερος από την ανύπαρκτη σύνταξη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά του απαγορεύεται κιόλας, εάν είναι συνταξιούχος, να εργασθεί, και εξαναγκάζεται να καταφεύγει στην «μαύρη» αγορά εργασίας.

Η κατάσταση αυτή είναι δραματική ειδικά για τους ανώτατους δημόσιους λειτουργούς, εκείνους που συναπαρτίζουν αυτό που αποκαλούμε «Κράτος», εκείνους από τους οποίους η έννομη τάξη περιμένει και απαιτεί να κρατήσουν τη Δημόσια Λειτουργία ψηλά, να μην χαθεί αυτός ο τόπος που έφτιαξαν οι πρόγονοί μας κυριολεκτικά με το αίμα τους, μετά από χίλια χρόνια πολιτικού αφανισμού του Ελληνισμού.

Ήδη, οι δανειστές απαίτησαν και νομοθετήθηκε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αποχωρούν στο 67ο έτος, ανταποκρινόμενοι όχι μόνο στις παραπάνω σκέψεις αλλά και στις νέες βιολογικές και κοινωνικές συνθήκες της ανθρωπότητας. Εξάλλου, σε σχεδόν όλες τις άλλες κοινωνίες των πολιτισμένων χωρών έχει επεκταθεί το όριο ηλικίας των ανώτατων δημόσιων λειτουργών στο 70ό ή το 75ο έτος, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κηρύξει αντισυνταγματική την συνταξιοδότηση λόγω ηλικίας, και κανείς δεν συνταξιοδοτείται εάν δεν το θέλει ο ίδιος.

Την συζήτηση λοιπόν για το όριο ηλικίας των ανώτατων δικαστών, αλλά και των Καθηγητών Πανεπιστημίου, των Διπλωματών, των Γενικών διευθυντών, των Ανώτατων Στρατιωτικών, κλπ, σε αυτό το πνεύμα πρέπει να την κάνουμε, και όχι με τις συνήθεις κραυγές ο ένας εναντίον του άλλου. Και εάν συμφωνήσουμε, όπως νομίζω είναι προφανές ότι πρέπει, ότι το υπάρχον όριο ηλικίας είναι εξωπραγματικό για την εποχή μας και τα κοινωνικά και πολιτικά διακυβεύματά της, τότε πρέπει να βρούμε τη λύση και να προχωρήσουμε σε μιαν αφανή συνταγματική αναθεώρηση[1], η οποία ειδικά για τους ανώτατους δικαστές είναι νομικώς αναγκαία, και που μπορεί εύκολα να έλθει από την πρόκληση παραγωγής κανόνων Ευρωπαϊκού δικαίου, που να τοποθετεί το όριο ηλικίας αποχώρησης από την δημόσια υπηρεσία των Ανώτατων Κρατικών Λειτουργών στο 70ό  αν όχι στο 75ο έτος.

Αφού η πολιτική τάξη της χώρας απέτυχε να λύσει τα ζητήματα αυτά πρωτογενώς, εκσυγχρονίζοντας το Σύνταγμα, άς ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το κάνει αυτή. Ο Ευρωπαϊκής παραγωγής κανόνας δικαίου θα υπερισχύσει του Ελληνικού Συντάγματος.

 

[1] Βλ. Α. Παντελή, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, αρ. 416.

 

 

Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το επικείμενο τεύχος της Εφημερίδας Διοικητικού Δικαίου.