Από τη χλιδή στη μιζέρια – Οι χειρότερες μέρες δεν ήρθαν ακόμα

Το 2008 η οικονομική κατάσταση της χώρας φάνταζε ιδανική. Μετά από μια δεκαετία διαρκούς ανάπτυξης, όλοι οι δείκτες έδειχναν ότι η Ελλάδα πάει καλά, είχε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4%, ήταν μέλος του κλαμπ των πλουσίων του κόσμου και ο λαός της (η πλειοψηφία τουλάχιστον) ευημερούσε με 31.100 δολάρια ετήσιο κατακεφαλήν εισόδημα.

Επτά χρόνια μετά, η χώρα τελεί υπό πτώχευση, σέρνεται στο βούρκο της διεθνούς ανυποληψίας, οι πολίτες της ασφυκτιούν σε συνθήκες ανέχειας και ανασφάλειας, τα «ασημικά» του κράτους παραδόθηκαν σε Ευρωπαϊκή επιτροπεία, το μέλλον των παιδιών μας είναι υποθηκευμένο για δεκάδες χρόνια.

Τι συνέβη και από την ευημερία – που για ορισμένες κατηγορίες πολιτών έφτασε σε ακραία επίπεδα κυνικού ή και διεφθαρμένου υλισμού – φθάσαμε στην καταστροφή; Είμασταν εγκληματικά νηφάλιοι; Είχαμε άγνοια κινδύνου; Δεν πήραμε τα μέτρα μας από ανόητη απραξία και εγκληματικές παραλήψεις;

Κατ’ αρχάς είναι χρήσιμο να σημειώσουμε πως η ανάπτυξη της χώρας στηρίχτηκε σε «χτίσματα στην άμμο». Η βασική αιτία της οικονομικής «προόδου» ήταν η διαρκώς ογκούμενη εγχώρια κατανάλωση , η οποία χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το διαρκή δημόσιο δανεισμό και την εισροή κεφαλαίων από τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Την ίδια στιγμή, η χώρα ελάχιστα έπραξε για τον εκσυγχρονισμό της και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της. Στα χρόνια της «χλιδής» διαμορφώθηκε ένα μοντέλο υψηλής ιδιωτικής κατανάλωσης και απλόχερων κοινωνικών παροχών σε ένα κράτος «πελατειακό» και «ρουσφετολογικό», με έλλειψη σοβαρού προγραμματισμού, δυσλειτουργικό, αντιαναπτυξιακό, με αναχρονιστικούς θεσμούς, που επιπλέον απέφευγε να κινητοποιεί τους μη δημοφιλείς εισπρακτικούς μηχανισμούς του. Οι πολίτες ευημερούσαν και η χώρα βυθιζόταν στο χρέος.

Το πρόβλημα κάτω από το χαλί

Όπως υποστηρίζουν έγκριτοι επιστήμονες, το πρόβλημα που υπήρχε για αρκετά χρόνια κρυμμένο κάτω από το λαϊκίστικο χαλί των πολιτικο- εκλογικών σκοπιμοτήτων, άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονο από το 2007, όταν διαπιστώθηκε πως η εκτίναξη του χρέους συνοδευόταν πλέον και με την κατάρρευση των δημοσίων εσόδων.

Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής αποφάσισε τη λήψη έκτακτων μέτρων, κάτι που απαιτούσε τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής, Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ. Ο τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου επέλεξε, αντί μιας ιστορικής πολιτικής συμφωνίας, την πόλωση. Στις πρόωρες εκλογές του 2009, αγνοώντας επιδεικτικά την κρίση χρέους της χώρας, κατέβηκε με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Υποσχέθηκε αυξήσεις μισθών και συντάξεων πάνω από το επίπεδο του πληθωρισμού, κατάργηση των λιγοστών κρατικοποιήσεων της προηγούμενης κυβέρνησης και φορολόγηση των «εχόντων και κατεχόντων». Το νοήμον κοινό του χάρισε απλόχερα την εξουσία. Και ήρθε το χάος.

Ο Γ.Παπανδρέου «αναθεώρησε» επι τα χείρω το έλλειμμα του 2008 (από 5% σε 7,7%) και αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως για το 2009 το έλλειμμα θα ήταν στο πρωτοφανές για την Ευρώπη 12,5% και όχι 3,5% που είχε ανακοινώσει λίγους μήνες πριν. Έτσι άρχισαν τα όργανα. Πολύ σύντομα ο Γ. Παπανδρέου διαπίστωσε πως η κυβέρνησή του δεν ήταν σε θέση να δανειστεί από τις αγορές και, έτσι, αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Ευρισκόμενος ενώπιον της χρεοκοπίας, έσπευσε πανικόβλητος στο ΔΝΤ και στα ισχυρά Ευρωπαϊκά κέντρα να ζητήσει σωτηρία. Και ήρθαν τα μνημόνια. Και μετά η αποτυχία τους.

Όλα πήγαν στραβά. Μπορεί η επιχείρηση «διάσωσης» της χώρας να έφτασε στο μοναδικό για τα παγκόσμια χρονικά ποσό των 274,5 δις ευρώ, με τους ιδιώτες πιστωτές (Έλληνες και διεθνείς ομολογιούχους, πρόσωπα και Ταμεία) να αναγκάζονται να χαρίσουν στο ελληνικό Δημόσιο χρέη ύψους 100 δις ευρώ, όμως τελικά απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους της. Ακριβέστερα, οι λάθος επιλογές της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ ήταν περισσότερες από τη σωστές, με συνέπεια η Ελληνική οικονομία να καταρρεύσει μέσα στη δίνη καταιγιστικών σοκ.

Η Ελλάδα εκλήθη να πετύχει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς να είναι σε θέση (ή να επιθυμεί) να αναδιαρθρώσει παράλληλα την οικονομία της, να ανατρέψει τα κακώς κείμενα του πελατειακού κράτους και του αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα. Παράλληλα, η πολιτική ηγεσία της φάνηκε μικρότερη των περιστάσεων, αρνούμενη να ξεπεράσει τις συνήθειές της και να συμπράξει, με συναίνεση, σε ένα «νέο συμβόλαιο με το Λαό», υπό τις νέες δραματικές συνθήκες.

Από την πλευρά της η Ευρωζώνη απεδείχθη άπειρη και ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τέτοιου μεγέθους εγχείρημα. Μπλεγμένη στην αβεβαιότητα των διεθνών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, αλλά και στις δικές της αβεβαιότητες και αντινομίες, η Ευρώπη πέταξε στη Ελλάδα ένα ξεφούσκωτο σωσσίβιο. Ακολουθώντας μια ασύμβατη πολιτική, απαίτησε αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις, που έχουν ανάγκη μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτήσεις και ρευστότητα, την ώρα που έσφιγγε τη μέγγενη της δημοσιονομικής προσαρμογής, απομυζώντας την κοινωνία και εξαθλιώνοντας τα ασθενέστερα τμήματά της. Και βέβαια κωφεύοντας στις απαιτήσεις του ΔΝΤ για δραματική μείωση του χρέους, αφού αυτό θα έπεφτε στις πλάτες των κρατών μελών που το είχαν αναλάβει πλέον.

Έτσι η καταστροφή δεν έχει τέλος. Και τα πράγματα για τους πολίτες πάνε από το κακό στο χειρότερο. Γιατί ο μονόδρομος της δημοσιονομικής προσαρμογής ριμάζει τα νοικοκυριά και στεγνώνει την οικονομία. Γιατί το χρέος κάθε μέρα μεγαλώνει. Και γιατί η ιδιωτική οικονομία δεν μπορεί να ανασάνει.

Οι ανέμελες μέρες της «χλιδής» ανήκουν στο παρελθόν. Τα μυρμήγκια ηττήθηκαν κατά κράτος από τον τζίτζικα και η μιζέρια κυριαρχεί στην κοινωνία. Και όσο οι πολιτικές δυνάμεις βάζουν το κάρο της πολιτικής μπροστά από το άλογο της οικονομίας, το μέλλον θα εξακολουθήσει να είναι σκοτεινό…

 

Από το www.newpost.gr