Ένα στα τρία νοικοκυριά έχει κινητό τηλέφωνο. Όλες οι οικογένειες έχουν έγχρωμη τηλεόραση και οι οκτώ στις δέκα μένουν σε δικό τους σπίτι.
Αυτό είναι το οικονομικό προφίλ της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών που ολοκλήρωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.
Εντυπωσιακά, όμως, είναι και τα στοιχεία για το μηνιαίο ύψος της οικογενειακής δαπάνης, καθώς από την ανάλυση των στοιχείων της έρευνας που έγινε σε 6.500 ελληνικές οικογένειες προκύπτει ότι ανέρχονται σε 470.000 δραχμές περίπου, έναντι 387.000 δραχμών περίπου το 1994. Δηλαδή σημειώθηκε αύξηση της οικογενειακής δαπάνης σε πραγματικούς όρους της τάξεως του 20% περίπου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1999, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές του δείκτη τιμών καταναλωτή. Οι αλλαγές αυτές θα αφορούν τόσο τις κατηγορίες προϊόντων που περιλαμβάνονται στον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή όσο και στους συντελεστές στάθμισης που χρησιμοποιούνται και οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη βαρύτητα που έχει κάθε προϊόν στο καλάθι της νοικοκυράς και κατ’ επέκταση στο ύψος και τη σύνθεση της οικογενειακής δαπάνης. Ο νέος δείκτης τιμών καταναλωτή, σύμφωνα με τα σχέδια της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2001.
Από τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακού προϋπολογισμού προκύπτουν σημαντικές αλλαγές στο καταναλωτικό πρότυπο της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός από την αύξηση του κόστους της μηνιαίας δαπάνης που σημειώθηκε στην περίοδο 1994-1999 η έρευνα αποκάλυψε και σημαντικές αλλαγές στη σύνθεσή της. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι τα ελληνικά νοικοκυριά:
Πρώτον: Ξοδεύουν πλέον μικρότερο ποσοστό του μηνιαίου εισοδήματός τους για την αγορά ειδών διατροφής που καταναλώνονται στο σπίτι.
Δεύτερον: Αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο οι δαπάνες που γίνονται για την αγορά διαρκών αγαθών.
Τρίτον: Οι δαπάνες για ξενοδοχεία αλλά και για φαγητό ή διασκέδαση εκτός σπιτιού χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι κάθε χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν ιδιόκτητο σπίτι. Έτσι, στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο έρευνες αυξήθηκε κατά 1% περίπου ο αριθμός των Ελλήνων που κατοικούν σε ιδιόκτητο σπίτι. Από την έρευνα του 1999 προέκυψε ότι το 79,6% των Ελλήνων κατοικεί σε δικό του σπίτι, έναντι 78,7% που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη έρευνα.
Από το στοιχείο αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ζήτηση για κατοικία στα επόμενα χρόνια θα προσδιορίζεται είτε από τα νέα νοικοκυριά είτε απ’ όσους θέλουν να αλλάξουν κατοικία προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει καθαρά ότι σταδιακά για τον Έλληνα καταναλωτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία η καλυτέρευση των συνθηκών της καθημερινής του ζωής. Ο υψηλός ρυθμός διείσδυσης της κινητής τηλεφωνίας, η ευρύτατη χρήση της έγχρωμης τηλεόρασης και κυρίως η αύξηση του ποσοστού του διαθέσιμου εισοδήματος για δαπάνες που αφορούν τη διασκέδαση και τον τουρισμό αποτελούν, σύμφωνα με τους ειδικούς, τους πλέον ασφαλείς δείκτες που υποδηλώνουν το νέο καταναλωτικό πρότυπο.
Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά δικαιολογεί τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει κατά καιρούς η Τράπεζα της Ελλάδος για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει τόσο στο επίπεδο των τιμών όσο και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μια απότομη και μεγάλη μείωση των επιτοκίων. Η ηγεσία της Τραπέζης της Ελλάδος είχε υποστηρίξει ότι μια τέτοια κίνηση θα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση του δανεισμού για την αγορά κυρίως καταναλωτικών και διαρκών καταναλωτικών προϊόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαπιστώσεις αυτές θα καταγράφονται και στον νέο δείκτη τιμών καταναλωτή ο οποίος θα αρχίσει να εφαρμόζεται τον επόμενο χρόνο. Όπως τόνιζαν μάλιστα αρμόδιοι παράγοντες, στα ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά εντοπίζεται σήμερα η διαφορά ανάμεσα στον ισχύοντα εθνικό δείκτη και στον εναρμονισμένο. Η διαφοροποίηση αυτή καταγράφεται και στην εξέλιξη του επιπέδου τιμών, αφού οι ανατιμήσεις στα είδη διατροφής έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στη μεταβολή του εθνικού δείκτη σε σχέση με τον εναρμονισμένο.
Πάντως, οι τάσεις αυτές είχαν αρχίσει να καταγράφονται από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από τις έρευνες που είχαν γίνει το 1988 και το 1994 προκύπτει ότι στη διάρκεια της εξαετίας καταγράφηκε:
* Μείωση κατά 8% περίπου της δαπάνης για την αγορά ειδών διατροφής.
* Αύξηση κατά 7,9% περίπου της δαπάνης για αλκοολούχα ποτά και καπνά.
* Μείωση της δαπάνης (24%) για είδη ένδυσης και υπόδησης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “