Όχι ισορροπία στην Ευρωζώνη, χωρίς μείωση του πλεονάσματος της Γερμανίας
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ευρωζώνη σήμερα δεν είναι τα δίδυμα ελλείμματα των χωρών-μελών της περιφέρειας, τα οποία έχουν, σε μεγάλο βαθμό, εξαλειφθεί, αλλά το πλεόνασμα ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, που αποτελεί άμεσο επακόλουθο των πολιτικών που υιοθετήθηκαν ως απάντηση στην κρίση».
Με την άποψη αυτή που διατυπώνουν οι συγγραφείς του βιβλίου «A Financial Crisis Manual – Reflections and the Road Ahead» (Εγχειρίδιο Διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Κρίσεων, σε επιμέλεια Δ. Θωμάκου, Π. Μονοκρούσου και Κ. Νικολόπουλου, εκδόσεις Palgrave-Macmillan) φαίνεται πως συντάσσεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αναφέρει το euro2day, έκανε αναλυτική αναφορά στα συμπεράσματα του βιβλίου το οποίο, όπως είπε, «επιχειρεί ένα σπάνιο συγκερασμό απόψεων διακεκριμένων ακαδημαϊκών αλλά και υψηλόβαθμων στελεχών της αγοράς για: τα βαθύτερα αίτια, τα διδάγματα αλλά προπάντων τις απαιτούμενες λύσεις για την έξοδο από την πρόσφατη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση».
Αναφορικά με το επίμαχο θέμα ο Γ. Στουρνάρας σημείωσε το συμπέρασμα των συγγραφέων ότι «δεν μπορεί να επιτευχθεί βιώσιμη μακροπρόθεσμη ισορροπία στην Ευρωζώνη χωρίς αυτό το πλεόνασμα να μειωθεί σημαντικά. Η διόρθωση της μεγάλης αυτής ανισορροπίας είναι μία δύσκολη διαδικασία και ενδεχομένως να δημιουργήσει κλυδωνισμούς στην παγκόσμια οικονομία, εάν δεν γίνει έγκαιρα. Υπάρχουν τρόποι να επιτευχθεί η διόρθωση αυτή. Ένας εξ αυτών είναι η ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, που κατ’ ουσίαν σημαίνει υψηλότερο πληθωρισμό στη Γερμανία απ’ ότι στις λοιπές χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Υπάρχουν βεβαίως και άλλοι τρόποι να επιτευχθεί αυτό, όπως η πραγματοποίηση επενδύσεων στις χώρες-μέλη της περιφέρειας, π.χ. μέσω της ενίσχυσης των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».
Αναφορικά με την Ελλάδα και την αναγκαιότητα χάραξης ενός ενιαίου στρατηγικού σχεδίου για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, στο βιβλίο τονίζεται ότι «η διακοπή της φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου και η αύξηση της απασχόλησης για τη νεότερη γενιά θα πρέπει να αποτελέσουν σημαντικές προτεραιότητες του σχεδίου αυτού. Βεβαίως, απαραίτητη προϋπόθεση επιστροφής στην κανονικότητα είναι η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης με την ολοκλήρωση του προγράμματος αξιολόγησης, που θα αποτελέσει τον καταλύτη για μια σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων (επαναφορά εξαίρεσης – waiver – από την ΕΚΤ, χαλάρωση και τελικά εξάλειψη των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, συμπερίληψη της Ελλάδας στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, ελάφρυνση χρέους)».
Όπως σημειώνεται «οι κίνδυνοι σήμερα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι υπαρκτοί και δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Το προσφυγικό πρόβλημα και οι μη συμμετρικές επιπτώσεις του στην ΕΕ, το δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ, οι διαφορετικές απόψεις κρατών-μελών για την τραπεζική ένωση, η προσαρμογή της Κίνας στο νέο επιδιωκόμενο οικονομικό πρότυπο με μεγαλύτερη έμφαση στην κατανάλωση και λιγότερη στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στη Μέση Ανατολή».
«Το μείγμα οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται σήμερα διεθνώς δεν είναι επαρκώς ευέλικτο: Υπάρχει μεγάλη έμφαση στην χρήση μέσων νομισματικής πολιτικής, και αυτό σαφώς αποτελεί ορθή επιλογή, αλλά η νομισματική πολιτική πρέπει να συμπληρωθεί από μια πιο ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική, όπου υπάρχει αντίστοιχος χώρος, ιδιαίτερα με αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές, αλλά και από ευρύτερη χρήση μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών πολιτικών που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Διότι δεν μπορεί από μόνη της η νομισματική πολιτική, όσο καινοτόμος και αποτελεσματική και αν είναι, να επιτύχει όλους τους στόχους της οικονομικής πολιτικής», κατέληξε στην ομιλία του ο Γ. Στουρνάρας.