Με τίτλο «Επανεκκινώντας την Ευρώπη (βήμα πρώτο): Συμφωνώντας στο αφήγημα της κρίσης» πάνω από πενήντα καθηγητές οικονομικών από μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης (ανάμεσά τους και Έλληνες) συμμετέχουν στην πιο σοβαρή μέχρι στιγμής προσπάθεια να γίνει μια… ακτινογραφία της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Πρόκειται για μία μεγάλη προσπάθεια να συζητηθεί το πρόβλημα της κρίσης με πραγματικούς όρους προκρίνοντας την θέση ότι αν δεν υπάρξει μια συναίνεση για το αφήγημα που μας οδήγησε στην κρίση δεν μπορούν να δοθούν οι λύσεις που θα ισχυροποιήσουν την Ευρωζώνη και να την επαναφέρουν στον δρόμο της ανάπτυξης.
Η πρώτη δημοσίευση από την υπό εξέλιξη μελέτη, φέρνει στην επιφάνεια αρκετές από τις κακοδαιμονίες που χαρακτηρίζουν την Ευρωζώνη, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να επισημάνει ότι πολλές φορές οι δομές της λειτούργησαν όχι κατευναστικά αλλά ως «ενισχυτές» της κρίσης, σύμφωνα με το protothema. Στο κείμενο γίνεται μια αναδρομή στις απαρχές της κρίσης -και ακόμα παλαιότερα- διαπιστώνοντας ότι σε μεγάλο βαθμό δεν πρόκειται για μια κρίση χρέους, αλλά μια κρίση ισοζυγίου πληρωμών για κάποιες από τις χώρες που ενεπλάκησαν στην κρίση.
Πόσο θα διαρκέσει η κρίση;
Όπως αναφέρεται στο κείμενο που έχει συνταχθεί με την συμβολή 52 καθηγητών, η κρίση στην Ευρωζώνη εμφανίστηκε τον Μάιο του 2010 και έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Αν και έχουν κάνει την εμφάνισή τους κάποια θετικά στοιχεία, η ανάπτυξη στα κράτη της Ευρωζώνης και η ανεργία συνεχίζουν να είναι σε αποθαρρυντικά επίπεδα. Και θα μείνουν έτσι για πολλά χρόνια ακόμα.
Ένα μεγάλο μέρος των νέων της Ευρώπης είναι άνεργοι κατά την διάρκεια της πιο κρίσιμης ηλικίας για την επαγγελματική τους καριέρα. Η οικονομική ανέχεια τρέφει τον εξτρεμισμό και τις εθνικιστικές τάσεις την ίδια στιγμή που η Ευρώπη χρειάζεται να ενωθεί για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που έχουν να κάνουν είτε με το προσφυγικό είναι με πιθανά νέα οικονομικά σοκ σε κάποιες χώρες. Το χειρότερο όμως είναι ότι πολλές από τις ανισορροπίες που οδήγησαν την οικονομική Ένωση σ’ αυτή την κρίση είναι ακόμα παρούσες.
Πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι περισσότερες έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά στο δημόσιο χρέος των κρατών τους, ένας δεσμός που εμπλέκει τις τράπεζες με τις κυβερνήσεις και το αντίθετο. Οι οφειλέτες από όλη την ηπειρωτική Ευρώπη είναι ευάλωτοι στην ομαλοποίηση των επιτοκίων τα οποία είναι σχεδόν μηδενικά εδώ και χρόνια.
«Επανεκκινώντας την Ευρώπη»
Το να δημιουργήσουμε μία συναίνεση για το τι προκάλεσε την Ευρωπαϊκή Κρίση είναι άκρως απαραίτητο. Όταν συμβαίνουν άσχημα πράγματα, είναι φυσική αντίδραση στο να φτιάχνουμε αμέσως την ζημιά, και να παίρνουμε τα απαραίτητα μέτρα για να τα αποφύγουμε στο μέλλον. Είναι αδύνατον να συμφωνήσουμε στα βήματα που πρέπει να κάνουμε όμως, χωρίς να υπάρχει συμφωνία στο τι πήγε λάθος. Χωρίς αυτή την συμφωνία, ημίμετρα και περίπλοκοι συμβιβασμοί είναι η συνήθης πρακτική. Όμως αυτό δεν αρκεί για να σταματήσει την κρίση στην Ευρωζώνη ούτε να επαναφέρουμε την ανάπτυξη.
Γι’ αυτό και το να δημιουργήσουμε μία συναινετική αφήγηση για την κρίση στην Ευρωζώνη είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν για τις τύχες των χωρών της Ευρωζώνης δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν τα λάθη στο μέλλον, παρά μόνο αν συμφωνήσουν τώρα στα βασικά γεγονότα που εξηγούν τι πήγε στραβά με την κρίση και γιατί κράτησε τόσο πολύ
Η κρίση στην Ευρωζώνη ήταν μία ξαφνική κρίση
Η σκληρή πραγματικότητα πίσω από σχεδόν κάθε οικονομική κρίση είναι οι ταχείς ρυθμοί της ανάπτυξης μιας οικονομικής διαταραχής. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης, η διαταραχή είχε χαρακτηριστικά που δεν ήταν συνηθισμένα: ο μεγάλος ιδιωτικός και κρατικός δανεισμός από το εξωτερικό.
Από την εποχή της παρουσίασης του ευρώ μέχρι την εμφάνιση της κρίσης, υπήρχαν μεγάλες κινήσεις κεφαλαίων από τις χώρες του σκληρού πυρήνα της Ευρώπης όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία, σε χώρες τις περιφέρειας όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Το πιο σημαμαντικό είναι ότι η κρίση δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια κρίση χρέους των κρατών, ακόμα και εξελίχθηκε έτσι.
Εκτός από την Ελλάδα, τα κράτη που κατέληξαν με προγράμματα διάσωσης δεν ήταν εκείνα που είχαν την μεγαλύτερη αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ. Το Βέλγιο και η Ιταλία μπήκαν στην κρίση με το ποσοστό αυτό γύρω στο 100%, και ακόμα δεν έχουν τελειώσει με τα προγράμματα της τρόικα. Η Ιρλανδία και η Ισπανία, με ποσοστά κάτω του 40% χρειάστηκαν και αυτές σημαντικά προγράμματα διάσωσης.
Οι πραγματικοί ένοχοι είναι οι μεγάλες ροές κεφαλαίων μέσα στην Ευρωζώνη που έγιναν κατά ολόκληρη την δεκαετία πριν την εμφάνιση της κρίσης. Οι ανισορροπίες αυτές αποτέλεσαν την καύσιμη ύλη για την έκρηξη της κρίσης στην δεκαετία του 2010. Όλα τα κράτη που επλήγησαν από την κρίση παρουσίαζαν ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ όσα παρουσίαζαν πλεονάσματα στο ισοζύγιο, δεν χτυπήθηκαν από την κρίση.
Όταν χτύπησε η κρίση, υπήρξε μια αιφνιδιαστική παύση του διασυνοριακού δανεισμού. Οι επενδυτές έγιναν διστακτικοί στο να δανείζουν σε άλλες χώρες, ειδικά στις τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η νομισματική ένωση των κρατών της Ευρωζώνης μείωσε το φαινόμενο της αιφνιδιαστικής παύσης, χωρίς να φθάσουμε στο παράδειγμα της Ισλανδίας που βρέθηκε ξαφνικά ξεκρέμαστη, μην ανήκοντας στην Ευρωζώνη.
Η αιφνιδιαστική μείωση των πρακτικών που χαρακτήριζαν την νομισματική ένωση, έκανε αμέσως την εμφάνισή της στην αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου. Το απότομο τέλος των ροών κεφαλαίων έφερε στην επιφάνεια ανησυχίες σχετικά με την βιωσιμότητα των τραπεζών και των κυβερνήσεων σε χώρες που είχαν μεγάλη εξάρτηση από τον ξένο δανεισμό, δηλαδή εκείνες που είχαν τα μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης παρήγαγε μεγάλα ελλείμματα και πολύ γρήγορα αυξανόμενο ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Όταν τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, αρκετές κυβερνήσεις έπρεπε να αναλάβουν μέρος των χρεών των τραπεζών τους, αυξάνοντα έτσι το εθνικό χρέος ακόμα περισσότερο. Με αυτό τον τρόπο έχουμε την μετατροπή μιας κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών σε κρίση δημόσιου χρέους.
Η Ευρωζώνη ως «ενισχυτής» της κρίσης
Η νομισματική ένωση επέδρασε αρνητικά σε όλο αυτό το πλαίσιο, δεδομένου ότι επέτρεψε στις ανισορροπίες μεταξύ των χωρών να πάρουν τόσο μεγάλες διαστάσεις χωρίς να υπάρξει κάποια προειδοποίηση πριν η κρίση χτυπήσει. Έχει ακόμα σημασία γιατί η ελλιπής θεσμική υποδομή ενίσχυσε την αρχική απώλεια εμπιστοσύνης στα κράτη με ελλείμματα, με διάφορους τρόπους.
Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι τα κράτη της Ευρωζώνης που μπλέχτηκαν στην κρίση δεν είχαν κάποιον δανειστή-σωτήρα για έσχατη ανάγκη. Η απουσία μιας τέτοιας δυνατότητας αύξησε ακόμα περισσότερο την δίνη της αύξησης των ασφαλίστρων κινδύνου μαζί με την αύξηση των ελλειμμάτων που ανέκυψαν από το υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε πολύ έντονα στην Πορτογαλία, και λίγο έλειψε να πιάσει στα δίχτυα του την Ιταλία, την Ισπανία και το Βέλγιο. Ακόμα και η Γαλλία και η Αυστρία μπήκαν στον μισοσκότεινο προθάλαμο του χρέους στην κορύφωση της κρίσης.
Η άλλη κλασική αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων, η υποτίμηση του νομίσματος, ήταν αδύνατη για τα κράτη του ευρώ. Όλα αυτά μαζί, σήμαινε ότι ο δανεισμός σε ευρώ ήταν παρόμοια με το χρέος σε ξένο νόμισμα, κάτι που δημιουργούσε μία παραδοσιακή μορφή κρίσης, με αιφνιδιαστική εξέλιξη.
Οι στενοί δεσμοί μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης και των κυβερνήσεών τους, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την εξάπλωση της κρίσης. Αυτή η «δίνη της καταστροφής» ήταν και ο κύριος λόγος που μία και μόνη έκπληξη στην Ελλάδα θα μπορούσε να διογκωθεί σε μία συστημική κρίση ιστορικών και παγκόσμιων διαστάσεων.
Η κυρίαρχη θέση της τραπεζικής χρηματοδότησης μετέδωσε τα προβλήματα στην ευρύτερη οικονομία. Καθώς η «δίνη της καταστροφής» και η επιβράδυνση της οικονομίας αύξαναν την αβεβαιότητα, οι επενδύσεις υπέφεραν πιο πολύ απ’ ότι σε χώρες όπου η χρηματοδότηση είναι λιγότερο «κεντρική» όπως οι ΗΠΑ.
Η διαχείριση της κρίσης
Η όλη κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη από την κακή διαχείριση της κρίσης. Έγιναν πολλά λάθη, αλλά πάνω απ’ όλα δεν υπήρξε τίποτα μέσα στους θεσμούς της Ευρωζώνης που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μία κρίση αυτής της έκτασης. Οι ηγέτες των κρατών της Ευρωζώνης αντιμετώπισαν την διπλή πρόκληση της κατάσβεσης της φωτιάς της κρίσης και την ενδυνάμωση των θεσμών, την ίδια στιγμή όπου τα συμφέροντα των οφειλετών και των πιστωτών απείχαν πολύ μεταξύ τους, και οι εκλογές σε κάθε χώρα πίεζαν με τον δικό τους τρόπο στις εξελίξεις.
Κρίνοντας από τις αντιδράσεις των αγορών, κάθε πολιτική παρέμβαση έσωζε την παρτίδα μεσοπρόθεσμα, όμως όλα έπαιρναν χειρότερη τροχιά μετά το πέρασμα κάποιου χρονικού διαστήματος. Το σημείο καμπής ήρθε το καλοκαίρι του 2012 με την δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, και την απόφασή του να γίνει «ό,τι χρειάζεται» για να ξεπεραστεί η κρίση.
Ποιοι καθηγητές συμμετέχουν στην μελέτη
Η λίστα που ακολουθεί περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των καθηγητών που συμμετέχουν στην πανευρωπαϊκή μελέτη για την κρίση. Όσοι θέλουν να συμμετέχουν, μπορούν, με μόνη προϋπόθεση να έχουν κάποιον πανεπιστημιακό τίτλο γύρω από τα οικονομικά. Όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να στείλουν το βιογραφικό τους στο email: support.rebooting@cepr.org
Silvana Tenreyro, LSE,
Sir Charles Bean, LSE (Ex-Deputy Governor Bank of England),
Philippe Bacchetta, University of Lausanne,
Jorge Braga de Macedo, Universidade Nova de Lisboa,
Lars E O Svensson, Stockholm School of Economics (ex-Deputy Governor of Sveriges Riksbank),
Andrew Rose,UC Berkeley,
László Halpern, Hungarian Academy of Sciences,
Refet S. Gürkaynak, Bilkent University,
Giorgio E Primiceri, Northwestern University,
Peter Bofinger, Universität Wurzburg,
Jürgen von Hagen, Universität Bonn,
Tryphon Kollintzas, Athens University of Economics and Business,
Patrick Honohan, Trinity College Dublin (Ex-Governor of Central Bank of Ireland),
Charles A Goodhart, LSE,
David Vines, University of Oxford,
Fabrizio Coricelli, University of Paris I, Stephanie Schmitt-Grohé, Columbia University,
Pierre-Olivier Gourinchas, UC Berkeley,
Evi Pappa, EUI, Cédric Tille, The Graduate Institute, Geneva (Member of the Swiss National Bank Council),
Stephen G. Cecchetti, Brandeis International Business School (ex chief economic adviser for Bank of International Settlements),
Carmen Reinhart, Harvard,
Ugo Panizza, Graduate Institute, Geneva,
Tommaso Monacelli, Bocconi,
Donato Masciandaro, University of Bocconi,
Tony Yates, University of Birmingham,
Francisco Torres, LSE European Institute,
Annette Bongardt, LSE European Institute,
Yannis M. Ioannides, Tufts University,
Paolo Giudici, University of Pavia,
John Hassler,Institute for International Economic Studies in Stockholm,
Dirk Schoenmaker, Rotterdam School of Management, Erasmus University,
Guillaume Daudin, Université Paris-Dauphine,
Jesper Stage, Luleå University of Technology,
Manos Matsaganis, Athens University of Economics and Business,
Athanasios Orphanides, MIT (Ex-Governor of Central Bank of Cyprus),
Anthony Elson, Sanford School of Public Policy, Duke University,
Barry Eichengreen, UC-Berkeley,
Charles Wyplosz, Graduate Institute Geneva,
Cecilio Tamarit, University of Valencia,
Arnoud Boot, University of Amsterdam,
Panagiotis Petrakis, National and Kapodistrian University of Athens,
Augusto Schianchi, University of Parma,
Ed Westerhout, University of Amsterdam,
John Muelbauer, University of Oxford,
Panos Tsakloglou, Athens University of Economics and Business,
Harald Fadinger, University of Mannheim,
Karl Morasch, Bundeswehr University Munich,
Bas Jacobs, Erasmus University Rotterdam,
Antonio Fatas, INSEAD,
Erik Jones, SAIS JHU Bologna,
Laura Parisi, University of Pavia,
Manuel Pinho, Columbia University (Former Minister of Economy of Portugal, 2005- 09),
Andrea Salanti, Università degli Studi di Bergamo.