Τις παραμέτρους του νέου ξεσπάσματος της παγκόσμιας χρηματιστηριακής κρίσης προσπαθεί να οριοθετήσει ο Χένρικ Μπέμε από την DW.
“Ακόμη δεν έχει συμβεί κάτι τραγικό. Προς το παρόν μόνο οι αγορές έχουν υποστεί κλυδωνισμούς και μάλιστα ισχυρούς. Πράγματι σε κάθε λεπτό χρηματοπιστωτικών δοσοληψιών ανά την υφήλιο, καταγράφονται απώλειες δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ωστόσο αν κανείς παραβλέψει τη ζάλη που προκαλεί η πτώση των τιμών των μετοχών, η τωρινή συντριπτική πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Όντως υπάρχουν πολλά άσχημα νέα για την αναθέρμανση της κρίσης στα χρηματιστήρια, κυρίως στην Κίνα. ‘Όταν η δεύτερη πιο ισχυρή οικονομία του κόσμου βιώνει μια τέτοια πτωτική πορεία, είναι λογικό να προκαλείται νευρικότητα στους επενδυτές.
Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν είναι η μόνη αιτία των κλυδωνισμών στην παγκόσμια οικονομία. Και άλλες, κάποτε πολλά υποσχόμενες, αναδυόμενες οικονομίες προκαλούν ανησυχία. Για παράδειγμα η Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την επιβολή οικονομικών κυρώσεων από τη Δύση ή η Βραζιλία, η οποία, όπως και η Ρωσία, στηρίζεται στην εξαγωγή πρώτων υλών. Λόγω της μειωμένης ζήτησης αλλά και της σημαντικής πτώσης των τιμών τους οι χώρες αυτές κινούνται σε υφεσιακή τροχιά.
Εντούτοις θα ήταν εύκολο να επιρρίψει κανείς την ευθύνη μόνο στις αναδυόμενες οικονομίες. Κι αυτό διότι το μεγάλο «μπουμ» που παρατηρείται εδώ και επτά χρόνια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο ρόλο που διαδραμάτισαν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη. Από την κατάρρευση των Lehman Brothers και εφεξής τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ έχουν ρίξει δισεκατομμύρια δολάρια στις αγορές, κρατώντας παράλληλα τα επιτόκια πολύ κοντά στο μηδέν. Αλλά πού θα διοχετευθούν όλα αυτά τα χρήματα; Θα πρέπει θεωρητικά να επενδυθούν σε συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία, εάν οι ιθύνοντες θέλουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για επιστροφή των κερδών. Εντούτοις αυτό που έγινε ήταν τα κέρδη να επενδυθούν σε μετοχές, άυλες δηλαδή αξίες, οι οποίες είναι ευάλωτες στις διακυμάνσεις των αγορών. Εκτός αυτού, ένα άλλο φαινόμενο που σχετίζεται με τα άγρια χρόνια που βιώνουν τα χρηματιστήρια έχει να κάνει με την επιλογή πολλών ομίλων να επενδύουν τα κέρδη τους πιο σπάνια πλέον για νέες επενδύσεις, προτιμώντας να ανταμείβουν τους μετόχους τους με παχυλές αποδόσεις.
Κανένας προβληματισμός όταν όλα ήταν ρόδινα
Από την άλλη πλευρά η νυν χρηματιστηριακή κρίση δεν είναι η μοναδική των τελευταίων ετών. Πολλοί αναλυτές είχαν προβλέψει ότι η φούσκα του φθηνού χρήματος θα έφερνε αναταράξεις στις αγορές. Αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι μόλις το περασμένο φθινόπωρο ο γερμανικός δείκτης DAX άρχισε να πέφτει κατακόρυφα μέχρι τις 8.400 μονάδες. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε τότε στην ευρύτερη οικονομική ανασφάλεια. Στη συνέχεια βέβαια ανέκαμψε, ανατρέποντας αυτές τις ερμηνείες, καταγράφοντας στη συνέχεια νέο ρεκόρ (αγγίζοντας τις 12.390 μονάδες). Εντούτοις και το γεγονός της απότομης ανόδου θα έπρεπε να είχε προβληματίσει, μονολότι η τάση των περισσοτέρων είναι να ανησυχούν μόνο όταν οι δείκτες πιάνουν πάτο.
Τέλος, αξίζει να δούμε το θέμα και αλλιώς. Οι εξαγωγές της Γερμανίας πηγαίνουν κυρίως στην Ευρώπη και μόλις ένα 7% στην Κίνα. Είναι βέβαια κατανοητό ότι πολλές γερμανικές εταιρείες, ιδίως αυτοκινητοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, να προβληματίζονται ιδιαίτερα για τις εξελίξεις. Ωστόσο πολλές άλλες εταιρείες που δεν σχετίζονται με την Κίνα δεν έχουν λόγο να ανησυχούν. Παράλληλα η κινεζική χρηματιστηριακή κρίση έρχεται σε μια συγκυρία όπου η αμερικανική οικονομία βαδίζει με θετικά πρόσημα. Το παιχνίδι βρίσκεται εν πολλοίς τελικά στα χέρια της Fed και της Τζάνετ Γέλεν. Εάν η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα ανεβάσει τα επιτόκια, τότε η ανησυχία για την πορεία των αναδυόμενων οικονομιών αναμένεται να ενταθεί. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι τα αντι- υφεσιακά μέτρα με κύριο την κυκλοφορία φθηνού χρήματος, κάποτε θα είχαν τέλος. Αβέβαιο παραμένει εντούτοις τι μέλλει γενέσθαι για τις δυτικές οικονομίες εάν η κινεζική κρίση συνεχίσει να εξαπλώνεται. Διαθέτει η Δύση επαρκή εργαλεία για την αντιμετώπισή της; Το μόνο σίγουρο, όπως φαίνεται, είναι ότι οι συνέπειες της κατάρρευσης των Lehman Brothers είναι ακόμη εδώ”.
Πηγή: DW