«Ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσα ποτέ να ψηφίσω αυτό το νομοσχέδιο. Δεν θα μπορούσα να το ψηφίσω και ως υπεύθυνη της επιτροπής για τον έλεγχο του κυβερνητικού έργου σε θέματα δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θέση την οποία υπηρέτησα με συνέπεια επί τρία χρόνια και πάλεψα για να σταματήσει η μνημονιακή πολιτική και τα όργιο της διαφθοράς. Δεν θα μπορούσα ποτέ να ψηφίσω αυτό το νομοθέτημα ως δικηγόρος. Και ως Πρόεδρος της Βουλής δεν θα μπορούσα ποτέ να νομιμοποιήσω μια διαδικασία που καθιστά τη Βουλή διακοσμητική, καταστρατηγεί την ελεύθερη συνείδηση των βουλευτών και θέτει εκποδών τη Δημοκρατία».
Με αυτά τα απολύτως σαφή λόγια η Ζωή Κωνσταντοπούλου έκλεισε την τοποθέτησή της στη συνεδρίαση των αρμοδίων Επιτροπών, εκφράζοντας την πλήρη αντίθεση της στο νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα μέτρα που αφορούν τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και κάνοντας λόγο για συνταγματική εκτροπή που δεν πρέπει να ολοκληρωθεί.
Νωρίτερα, η κ. Κωνσταντοπούλου έκανε γνωστό ότι απέστειλε επιστολή τόσο προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο όσο και προς τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, με την οποία τους τονίζει ότι η διαδικασία που εισάγεται το νομοθέτημα είναι εξόφθαλμα αντισυνταγματική.
«Υπό τις συνθήκες που εισάγεται δεν παραμένει καμία διασφάλιση τήρησης του Συντάγματος, άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, ούτε την κατά συνείδηση ψήφο», αναφέρει -όπως είπε η κ. Κωνσταντοπούλου- στην επιστολή της.
Η Πρόεδρος της Βουλής, έκανε, επίσης, λόγο για καθεστώς εξόφθαλμου εκβιασμού προς την κυβέρνηση και τους βουλευτές της Αριστεράς και προσέθεσε ότι επιχειρείται μείζονα παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, της άσκησης των δικαιωμάτων των πολιτών και των βουλευτών κατά τρόπο που καταλύεται τόσο η Δημοκρατία όσο και η αρχή της δίκαιης δίκης.
«Όλα αυτά συμβαίνουν υπό την ευθεία απειλή μιας άτακτης χρεοκοπίας και αποκαλύπτεται ότι με αυτό το νομοσχέδιο που επιβάλλεται από κυβερνήσεις άλλων κρατών, επιχειρείται η ολοκλήρωση μιας εκτροπής, διότι περιέχει μείζονα παρέμβαση στην ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης και αίρει τις βασικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και των βασικών δικαιωμάτων των πολιτών», τόνισε και προσέθεσε:
«Θεωρώ θεσμική μου υποχρέωση να αντιδράσω και ως Πρόεδρος της Βουλής, και να ζητήσω από τους ομολόγους μου στην ΕΕ να πάρουν θέση απέναντι σε αυτή την εκτροπή. Ομοίως, ζητάω στην επιστολή μου προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό να ενημερώσουν τους ομολόγους τους για τις συνθήκες καταναγκαστικής εισαγωγής αυτού του νομοθετήματος».
Τέλος, απευθυνόμενη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης υπενθύμισε την αντίδραση τόσο του ιδίου όσο και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που ως αξιωματική αντιπολίτευση αντιπάλεψαν σθεναρά τέτοιες πρακτικές, όπως είπε. «Αυτό το νομοσχέδιο, που με ειρωνικό τρόπο εισάγεται πανομοιότυπο όπως κατατέθηκε επί του προκατόχου σας του κ. Αθανασίου, βάζει με ανατριχιαστικό τρόπο την ταφόπλακα στη Δημοκρατία», τόνισε η κ. Κωνσταντοπούλου.
Η επιστολή της κ. Κωνσταντοπούλου:
«Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ,
Από θεσμική υποχρέωση σας επισημαίνω ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εισάγεται προς συζήτηση το νομοσχέδιο «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015», συνιστάμενο στο κατατεθέν τα μεσάνυχτα της 20ής προς 21ή Ιουνίου 2015, συνολικό κείμενο 977 σελίδων, συμπεριλαμβανομένων όλων των κειμένων που πρέπει να μελετήσουν και να λάβουν υπ’ όψιν τους οι βουλευτές προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη και να ψηφίσουν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος εντός της σήμερον, και το οποίο περιέχει:
1) σε 1 άρθρο (Άρθρο 1) τα 1.008 άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εκείνα του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και
2) σε 1 επίσης άρθρο (Άρθρο 2) τα 130 άρθρα περί ενσωμάτωσης οδηγίας της Ε.Ε.
δεν εγγυώνται την τήρηση του Συντάγματος, τη θωράκιση της δημοκρατικής λειτουργίας, την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας του Κοινοβουλίου ούτε την κατά συνείδηση ψήφο του βουλευτή.
Υπό καθεστώς εξόφθαλμου εκβιασμού ο οποίος απευθύνεται από ξένες Κυβερνήσεις- μέλη της Ε.Ε. προς την Κυβέρνηση και τους βουλευτές, εισάγεται και, μάλιστα, με «έλλειψη δυνατότητας οποιασδήποτε τροποποίησης» ένα νομοθέτημα με το οποίο επιχειρείται μείζων παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και στην άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών, κατά τρόπο που καταλύει τόσο την λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας ως κοινωνικού κράτους δικαίου, στο οποίο λειτουργεί η διάκριση των εξουσιών, σύμφωνα με τα Συνταγματικώς οριζόμενα, όσο και την διαφύλαξη της αρχής της δίκαιης δίκης.
Το νομοθέτημα εξαναγκάζονται να εισαγάγουν Υπουργοί οι οποίοι δεν συμμερίζονται το περιεχόμενό του, αλλά αντιτάσσονται ευθέως σε αυτό, και εξαναγκάζονται να υπερψηφίσουν βουλευτές οι οποίοι επίσης αντιστρατεύονται το περιεχόμενό του.
Όλα αυτά υπό την ευθεία απειλή άτακτης χρεοκοπίας.
Πρόκειται για νομοθέτημα αναγόμενο στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, κατατεθέν από τον προηγούμενο Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χ. Αθανασίου, για το οποίο διενεργήθηκε, το Δεκέμβριο 2014, πανελλαδικό δημοψήφισμα των δικηγόρων υπό την αιγίδα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη του νομοσχεδίου με ποσοστό μεγαλύτερο του 93%.
Εξάλλου, εναντίον του Νομοσχεδίου έχουν ταχθεί οι εκπρόσωποι της Δικαιοσύνης, οι Διοικητικές Ολομέλειες των Δικαστηρίων, συνολικά οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί φορείς. Αμφότερα τα συγκυβερνώντα κόμματα διέλαβαν ως προγραμματική τους δέσμευση την μη εισαγωγή του συγκεκριμένου νομοθετήματος και κανένα εκ των δύο δεν έχει μεταβάλει άποψη και θέση επί της ουσίας.
Το γεγονός ότι αυτό το νομοθέτημα επελέγη από ξένες κυβερνήσεις, συμμετέχουσες στο EuroSummit, ως «προαπαιτούμενο», δηλαδή ως προϋπόθεση για την έναρξη συνομιλιών προς εξεύρεση λύσης αποτυπώνει το μέγεθος της περιφρόνησης που επιδεικνύεται από τις ανωτέρω ξένες Κυβερνήσεις στις αρχές της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, της λαϊκής κυριαρχίας και, τέλος, της δημοκρατίας.
Η θεσμική ευθύνη όλων είναι τεράστια. Αναλαμβάνοντας τη θεσμική μου ευθύνη ως Προέδρου της Βουλής, σας ζητώ να ενημερώσετε τους ομολόγους σας για την παρούσα επιστολή μου, την οποία θα κοινοποιήσω στη συνέχεια στους ομολόγους μου σε όλη την Ευρώπη, σε συνέχεια των προηγούμενων παρεμβάσεών μου, εισηγήσεών μου και της πρόσφατης επιστολής μου προς τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, η οποία κοινοποιήθηκε και στα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου.
Αυτή η βίαιη επίθεση στη Δημοκρατία δεν μπορεί να συντελείται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σίγουρα δεν μπορεί να συντελείται εν σιωπή».