Με ενημέρωση του το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης γνωστοποιεί πως έχει δεχτεί πολλές καταγγελίες από πολίτες, για “κλίμα τρομολαγνείας” που δημιουργούν ορισμένα Μέσα Ενημέρωσης.
Πιο συγκεκριμένα, η πρόεδρος του ΕΣΡ Λίνα Αλεξίου δήλωσε ότι ήδη έχουν σχηματισθεί δύο φάκελοι για το θέμα: “ο πρώτος αφορά την ταυτόχρονη μετάδοση δελτίου ειδήσεων από τους τηλεοπτικούς δέκτες και από το ραδιόφωνο συγκεκριμένου σταθμού, ενώ ο δεύτερος φάκελός αφορά παραποιημένο φωτορεπορτάζ του καναλιού MEGA που έδειχνε φωτογραφία ηλικιωμένης έξω από ΑΤΜ με τη φωτογραφία να έχει τραβηχτεί το 2012 στη νότια Αφρική”.
Παράλληλα, το ΕΣΡ επισημαίνει, επίσης, το άνισο μετάδοσης του χρόνου που αφορά στις συγκεντρώσεις υπέρ του «ΝΑΙ» και υπέρ του «ΟΧΙ», ενώ καταγγελίες υπήρξαν από πολίτες και για την προβολή του σποτ υπέρ του «ΝΑΙ» που έχει κατακλύσει τον τηλεοπτικό χρόνο των καναλιών.
Το ΕΣΡ δηλώνει ότι θα ασχοληθεί άμεσα με το τεράστιο αυτό θέμα και επισημαίνει ότι έγκαιρα είχε αποστείλει στα Μέσα ενημερωτικό δελτίο για την τήρηση της δεοντολογίας όσον αφορά ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα.
Το ΕΣΡ λίγες μέρες νωρίτερα είχε εκδώσει την παρακάτω ανακοίνωση:
«Εν όψει του προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος την Κυριακή 5 Ιουλίου 2015, το ΕΣΡ καλεί τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς να τηρούν τους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ιδίως να μεταδίδουν με αίσθημα ευθύνης και με πληρότητα κάθε είδηση ή άποψη που σχετίζεται με το ερώτημα που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής και το οποίο θα τεθεί στην κρίση του Ελληνικού λαού την ερχόμενη Κυριακή.
Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να παρουσιάζουν τις ειδήσεις με τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία που επιβάλλουν οι συνθήκες, ανεπηρέαστοι από τις τυχόν προσωπικές τους πεποιθήσεις, ώστε να διαφυλάσσεται η αντικειμενικότητα και να μην προκαλείται αναίτια σύγχυση και πανικός στο κοινό. Οφείλουν επίσης να αποφεύγουν την μετάδοση μη εξακριβωμένων ειδήσεων, να αναγνωρίζουν και να σέβονται έμπρακτα τη διατύπωση διαφορετικών απόψεων και να συμβάλλουν στην ελεύθερη μετάδοσή τους, υπερασπιζόμενοι έτσι τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της γνώμης».