του Χρήστου Γκιάτα
Το τελευταίο έτος η ανθρωπότητα δοκιμάζεται μεταξύ άλλων από μια ορατή όσο και ποικιλότροπη συστολή πυροδοτούσα υπαρξιακές αγωνίες, εξίσου μύχιες και πολυπρόσωπες. Η ατομικότητα και η κοινωνικότητα μας έχει περιχαρακωθεί ενώ ο καθείς εξ υμών απεμπολεί βεβαιότητες. Παγιδευμένοι σε τούτο τον ασφυκτικό κλοιό η κεκτημένη μας αυτάρκεια αποτυγχάνει και το ερημικό εγώ πλήττεται.
Πράγματι, το παχύ και βαρύ γυαλί της επιστήμης, τόσο κοπιωδώς κτισμένο ως άρτια πλαστογραφία της άτρωτης υπεροχής, κλυδωνίζεται γεμίζοντας φλεβοειδή επιφανειακά ραγίσματα. Πίσω από το, πλέον, εύθραυστο οχύρωμα φυλάσσεται το πολύτιμο αμμόμετρο της ζωής καθήμενο περίβλεπτα. Έξαφνα, μια επίφοβη κάννη σημαδεύει την κλεψύδρα, την ούσα έκθετη και ανυπεράσπιστη, απειλώντας ευθέως με την ορμητική της οβίδα, άγνωστον το πότε, να τη θρυμματίσει ή απομονώσει.
Ασχέτως, του πόσο ταχεία επισκευάζεται ή επαιρόμαστε ότι το βαθαίνουμε σε πλάτος χαλυβδώνοντας το, ποτέ δεν θα γίνει αλεξίσφαιρο απλώς θα μειώνεται η ευπάθεια του χωρίς να μηδενίζεται. Δυστυχώς αλγεινή διαπίστωση, ο άνθρωπος πάντοτε θα υποφέρει από έναν βαθμό τρωτότητας.
Η στιγμή δεν πιστώνεται στον πανικό ή την υστερία· ανέκαθεν παραλυτικοί κίνδυνοι εμφώλευαν πανταχόθεν στην καθημερινότητα του ανθρώπου, όμως εκείνος εφησύχασε αποκρούοντας τους ως απόμακρη ανάμνηση του παρελθόντος. Δεχτήκαμε οικουμενικά ηλεκτροπληξία και αφυπνιστήκαμε αγενώς, τολμώ να ισχυριστώ. Αυτόχρημα περιφερόμαστε σαστισμένοι σε ατραπούς αυτογνωσίας εντός μιας αφιλόξενης ατμόσφαιρας γενικευμένης ρευστότητας και αυξημένης εντροπίας.
Τώρα μάλλον, επιβάλλεται να αναθεωρήσουμε τις αυτοτοποθετήσεις μας και να ταξινομήσουμε τις αντιδιαστολές μας, απαλλαγμένοι ψευδών νιτσεϊκών προτάσεων του παντοδύναμου υπεράνθρωπου, ο οποίος εν πολλοίς παρήγαγε την αμετροέπεια. Μας βομβαρδίζει ένας πακτωλός από αγχώδη ζητούμενα, οι εγγυητικές των οποίων δεν προσφέρονται σε μια ξύλινη αποδεικτική γλώσσα με αναισθησία και ξηρότητα, αλλά στη φιλοσοφία, τη μεταφυσική και θεολογία.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας η οποία ολοένα «αλέθεται» διαρκώς από την στειρωμένη τεχνοκρατία, είναι η απουσία νοήματος, μια θλιβερή έλλειψη και έκλειψη σπαρακτική για τον άνθρωπο, που δημιουργεί μια κατάσταση έντονης ματαιότητας. Και τούτο, διότι συντρέχει μια καίρια διχοτόμηση μεταξύ του κατανοείν την αιτία και του συλλαμβάνειν τον σκοπό.
Η επιστήμη ως εντοπισμός και επεξήγηση αιτιωδών διαδρομών δεν αντέχει τις «συγκινησιακές» ελαφρότητες της ψυχής παρά το γεγονός ότι πολλάκις αντιφάσκει στην ερμηνεία. Ενώ συμβάλει καταλυτικά στην μετεξέλιξη του ζην σε ευ ζην αμιγώς με χρηστική διάσταση, πέραν του γνωσιοθηρικού και φιλοπερίεργου οίστρου της, απαξιώνει την ανησυχία της ανθρώπινης αυτοπραγμάτωσης ως αδιάφορο εξωπραγματικό ρομαντισμό. Δεδομένης της εν λόγω μηχανιστικής αντίληψης ο άνθρωπος ωθείται εμμονικά αλλά σισύφεια στο να μετατραπεί σε άψυχο γρανάζι ενόψει ενός καλοκουρδισμένου άσκοπου βίου.
Σύγκαιρα δε, η επιστημονική «μανιέρα» ναυαγεί εντελώς στην επίτευξη της αντικειμενικότητας θαλασσοδαρμένη σε δύσληπτα υποκειμενικά συμπεράσματα. Εν τούτοις, δεν ευθύνεται αυτή καθ’ αυτή η επιστήμη εγγενώς εμπεριέχουσα αμφισημίες και διιστάμενες θεωρήσεις, εφόσον κατά αυτόν τρόπο προάγεται, μέσω δηλαδή της γόνιμης σύνθεσης, αλλά κυρίως όσοι τη θεοποίησαν αναζητώντας αυθεντίες. Παρήλθε σχεδόν ένας αιώνας προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε την αρχή της απροσδιοριστίας.
Εν μία νυκτί, το μολυσματικό στέλεχος ενός ιού αποσυντόνισε δεκαετίες όλκιμης βιοιατρικής ανόδου. Το καταστάλαγμα, εγκλωβίσαμε το σύνολο της βιοθεωρίας μας σε έναν αυστηρό ντετερμινισμό πολλαπλών ενδεχομένων ο οποίος πονοκεφαλιάζει. Ορισμένοι βεβαίως το εξαίρουν, υπενθυμίζω όμως καλοπροαίρετα ότι τούτο δε δύναται να θεωρηθεί ηθικοπνευματικό στερέωμα για την ψυχή του ανθρώπου. Η επιστήμη εκφράζει μια ζωτική συνθήκη οργανικής αρτίωσης της ζωής, αλλά όχι υπαρξιακά επαρκή. Αν και η επιστημονική εμβάθυνση μορφοποιεί τόσο καταλυτικά τις συλλογικές διεργασίες τίλλοντας ακόμη και το μετα-βιομηχανικό πρότυπο, αφ’ ενός κινείται στη σφαίρα της δοκιμής, αβοήθητη απέναντι στις αντιφάσεις ή αλληλοαναιρέσεις της αφ’ ετέρου δε ασθενεί μπροστά στα ποικίλα αδιέξοδα των ανθρώπων. Διευκρινίζω, η επιστήμη χρειάζεται αλλά υστερεί.
Έπεται συν τοις άλλοις το αξιοζήλευτο πρακτικό τέκνο της παραγόμενης γνώσης, η περιβόητη τεχνολογία όπου γνωρίζει αλματώδη εκτίναξη ακατάληπτη στο ανύποπτο ατομικό και συλλογικό υποκείμενο’ μετασχηματίζει άρδην την όψη της ιδιωτικής και κοινωνικής πραγματικότητας με αδιάγνωστες και απρόβλεπτες επιπτώσεις. Εν ριπή οφθαλμού η ψηφιακή επανάσταση εισέβαλε σε άπασες εκφάνσεις του κοινωνικού πράττειν χάριν εξασφάλισης υποτυπώδους ρυθμού εν μέσω πανδημίας. Ήδη διαπιστώνεται ο βαθμός αρρυθμίας της καθολικής εφαρμογής.
Η συγκεκριμένη άλωση συγκλονίζει το χρήστη παράλληλα και παθητικό δέκτη της καθηλώνοντας τη «μονοτονία» του σε μια άβια αφή, πληκτικούς αλγορίθμους και αμίλητες οθόνες. Από τούδε και στο εξής η τεχνολογία υπαινίσσεται οτι δεν υποβοηθά ή διευκολύνει αποκλειστικώς την ανθρώπινη επικοινωνία, επαφή ή την δραστηριότητα, αλλά θα τείνει προοδευτικά να την αντικαταστήσει και να την μεταλλάξει. Προς θεού δεν είμαι λουδίτης, απεναντίας είμαι υπέρμαχος της επιστημονικής ανάπτυξης, όμως η ασύστολη αυτή «αποστείρωση» παραγκωνίζει τον άνθρωπο και πιθανώς να επιφέρει νέο-λουδισμούς. Μέτρον άριστον. Ζυγίζουμε πάντα με γνώμονα τον Άνθρωπο.
Δείτε τι έχει συμβεί σε ένα έτος σχεδόν. Η φυσική επαφή στιγματίστηκε ως λοιμογόνος ένεκα πανδημίας. Την σταδιακή φθορά συνακολούθησε η επίπληξη της έφεσης προς την ανθρώπινη συναναστροφή και κατ’ επέκταση κάθε «πλησίον» παγιδεύτηκε εκών – ακών σε ψηφιακά «τείχη». Η αποστασιοποίηση ανάχθηκε σε δεοντολογία. Οι ατομικές ελευθερίες περιορίστηκαν με κρατική ευλογία. Η αποξένωση των ανθρώπων άγγιξε το απόγειο της. Μια ενυπάρχουσα τάση από πρίν, πλέον εγκαταστάθηκε σε νόρμα. Η πραγματικότητα έγινε τηλεγραφική και η ζωή μας άλλαξε μέσα σε ελάχιστες ημέρες, σοκαρίζοντας εμάς και τις ομαδοποιήσεις μας. Ντράπηκαμε και φοβηθήκαμε την κοινωνικότητα μας, γεγονός συγκλονιστικό.
Παρότι φημολογείται η αυλαία της κρίσης, ο πανδημικός φόβος επιμένει και εμποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, με μια σκιά, αμήχανης επιφυλακής. Στη νεολαία πλανάται ένα αίσθημα ενοχής το οποίο κατηγορεί και στοχοποιεί το φυσιολογικό της ηλικίας. Ανα πάσα στιγμή η άδολη ανεμελιά μπορεί να γίνει βαριά αμέλεια. Δεν απολαμβάνεις. Απλώς προσέχεις. Συγκρατείσαι. Περιορίζεσαι γιατί πρέπει. Η προσωρινότητα επιβραδύνεται και οι αντοχές εξαντλούνται. Οψόμεθα.
Οι συνέπειες αυτού του αυτοματισμού συζητούνται; Προς το παρόν αόριστα. Συνέπειες του όμως εκδηλώνονται; Σαρωτικά. Οι ανασφάλειες γιγαντώνονται, οι ανισότητες διευρύνονται και το τι μέλει γενέσθαι βαίνει διόλου ευκαταφρόνητο. Άγχος, κατάθλιψη, ναρκωτικές ουσίες, έξαρση βίας, σεξουαλική κακοποίηση, κοινωνική παθογένεια μαρτυρούν συμπτώματα μιας έντονης κοινωνικής ακαταστασίας που επείγει να αντικρίσουμε με συμπάθεια και περίσκεψη. Ας μην εθελοτυφλούμε’ φωτογραφίζεται ένας «απολωλός», όχι νοούμενος ως ηθικά έκλυτος αλλά κυριολεκτικώς χαμένος, άνθρωπος με κλονισμένη ψυχολογία ενταγμένος σε καυστικό κοινωνικό περιβάλλον. Ενώ οι «διαχειριστές» μοιάζουν με υπολογιστές· προσθέτουν, αφαιρούν, διαιρούν και πολλαπλασιάζουν, συμβατικά λ.χ. το 1 με το 1, χωρίς να τους απασχολεί το πραγματικό αποτέλεσμα πίσω από το 2, 0, 1 και 1. Ένα κρύο δράμα αριθμών.
Εν συναρτήσει, διαφαίνεται αδρά τονισμένη μια απόπειρα ουδετεροποίησης του υπαρκτού, μια έρημος δίχως οάσεις ηθικής ενυδάτωσης και ψυχικής εξιλέωσης. Τα περι χριστιανικής πίστης ενοχοποιούνται ως απαρχαιωμένος αταβισμός. Σε όμοια μοίρα η φιλοσοφία. Παράλληλα, παρατηρείτε μια πολεμική εναντίον της ταυτότητας, η οποία απειλεί οποιαδήποτε αυτοαναφορά. Σε επίπεδο κοινωνίας βεβαίως οι διεργασίες διαφέρουν ριζικά.
Τα πάντα προσκυνούν την χρηστικότητα. Ακόμη και τα δυναμικά παραδοσιακά ιδεολογικά σχήματα αφοπλίζονται και ξεθωριάζουν. Φιγουράρουν σαν χάρτινα παλαιά ημερολόγια λεπτόλογου αναχρονισμού.
Το μοναδικό πικρό «ποτήριον» που διασώζεται αναλλοίωτο είναι ο μακιαβελικός αυτοσαρκασμός και ο ξεχειλωμένος, βαριά άρρωστος ηθικός σχετικισμός.
Διευκρινιστικά επισημαίνω ότι η μελαγχολική σκιαγράφηση της γκραβούρας του παρόντος δε συνιστά απαισιόδοξη στροφή, αλλά μια όσο το δυνατόν «νατουραλιστική» και αφαιρετική αντανάκλαση της ζάλης που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος λόγω της εκκωφαντικής απουσίας νοήματος στη ζωή του, σταθερών καταφυγίων και εξαιτίας της βίαιης ανατροπής των παραδεδεγμένων κανόνων του.
Διερωτάται λοιπόν ποιές είναι οι στιβαρές του σταθερές; Πώς ορίζεται η ελευθερία; Καλλιεργείται η ευτυχία; Διάγει ευδαίμονα βίο; Ακολουθούμε ακριβείς πυξίδες; Πώς δικαιώνεται ο βίος μας; Τι εστί ηθική στην επιστήμη; κ.ο.κ Η απόκριση στα ανωτέρω ερωτήματα δεν ευρίσκεται σε φονταμενταλισμούς, ακρότητες ή δογματικές συμπαραδηλώσεις που δυστυχώς, παρουσιάζονται ηχηρά στην εποχή μας υπο το ιδίωμα του φανατισμού κάθε λογής. Εάν δεν δοθούν απαντήσεις σε αυτά εμφορούμενες σε επίπεδο θεσμών με σώφρων καθοδήγηση, τότε θα παρασχεθούν άνετα από κακόβουλες, επικίνδυνες και μισαλλόδοξες συνταγές ή φορείς. Αν δεν εμβολιάσουμε τον σφριγηλό υλικοτεχνικό πολιτισμό μας με ανθρωποκεντρικά αντισώματα, θα νοσήσει ανίατα εμφανίζοντας οξείες παρενέργειες, όπως ολοκληρωτισμούς.
Θα επιλογίσω το συγκεκριμένο πόνημα με μια διαπίστωση. Η μνήμη του Θανάτου επανέρχεται ως αποκλειστικότητα στο φως της δημοσιότητας, με το δίδυμο τραγικό ζεύγος του πόνου. Στην εμπειρία του πόνου αποκρυσταλλώνεται η έννοια του κάκου, του ανθρώπινου πάθους. «Doleo ergo sum» θα περιέγραφε με αγωνία ένας φιλόσοφος. Εφόσον πάσχουμε αρχίζουμε να υπάρχουμε και αφού υπάρχουμε σκεφτόμαστε! Ητοι ανασκοπούμε και αναδιοργανώνουμε την πραγματικότητα μας, η οποία υπο το τωρινό της σχήμα κομίζει καταστάλαχτα το εξίσου δραματικό, την ευθύνη του Άλλου.
Έξαφνα σκαλίζεται μια έτερη καίρια μεταφυσική μας εξίσωση. Είτε θα προτιμήσουμε την εικονική ελευθερία της παθολογικής μοναξιάς, θεωρώντας την συνύπαρξη, κολαστήριο περιορισμών, είτε θα επιλέξουμε τη κοινωνική αιχμαλωσία θυσιάζοντας την ατομική ελευθερία. Το δίλημμα μεταξύ ακοινώνητης ελευθερίας και ανελεύθερης κοινωνίας μας ταλαντεύει σε ένα εκκρεμές νοσηρό.
Απαιτείται ενας τρίτος δρόμος ο οποίος θα συναρτά την αυτονομία με την συμβίωση, μια σύνθεση ή εναλλακτική στάση ζωής, ικανή να προσπελάσει τούτο το ψευτοδίλημμα που παράγει ατομικές φυλακές και συλλογικά δεσμωτήρια. Ας ανακτήσουμε το πρόσωπο.
Εν τέλει μπορούμε να ομιλούμε για πολλαπλή τελμάτωση.
Ο Χρήστος Γκιάτας είναι πτυχιούχος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης, Σπουδών Άμυνας και Διεθνούς Ασφάλειας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.