Της Αθηνάς Κοροβέση
Στο άκουσμα της φράσης “κλασική μουσική” πολλοί δυσανασχετούν. Ο όρος ομοιάζει ολίγον “ξεπερασμένος” για να συνάδει με τα μουσικά ακούσματα της εποχής μας, την μουσική κουλτούρα των νέων αλλά και τις τάσεις εντός του σύγχρονου κόσμου.
Η πρώτη πρόταση αποτελεί δυστυχώς γεγονός. Η δεύτερη, ωστόσο, δεν αληθεύει. Ορθότερα δε, η συγκεκριμένη παραδοχή “κατακρημνίζεται” από τα γεγονότα, τα οποία διαψεύδουν τις επιταγές της εποχής και αντανακλούν την θεραπευτική ιδιότητα της κλασικής μουσικής.
Η θεραπευτική αυτή ιδιότητα με τη σειρά της ενυπάρχει στο είδος που στη ελληνικά αποδίδεται ως μελόδραμα – δηλαδή στην όπερα, που ενσωματώνει πολλά καλλιτεχνικά είδη όπως η μουσική, το θέατρο, ο χορός και η σκηνογραφία. Προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο στο κοινό της τη δυνατότητα να βιώσει στο έπακρο την πλοκή του δράματος, που θα οδηγήσει στα τελικά συμπεράσματα-συναισθήματα και ενδεχομένως στην αγαλλίαση της ψυχής του θεατή, ανάλογα με το τέλος της εκάστοτε ιστορίας.
Μεταφέροντας τη συζήτηση σε όρους ωμής πραγματικότητας, και ποιος δεν θα επιζητούσε την “ανταλλαγή” των δραματικών γεγονότων που βιώνουμε από τις πυρκαγιές της Αττικής με ένα σενάριο δραματικής όπερας. Η εκατόμβη νεκρών όμως δεν αλλάζει το τι συνέβη. Η ελληνική κοινωνία ακόμη περιμένει μία σαφή απάντηση για τις ευθύνες αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, τη στιγμή που και τα δύο αυτά πετιούνται σαν “μπαλάκι” σε αρμόδιους και μη αρμόδιους, δίχως ίχνος συστολής.
Η “Ιφιγένεια” -προσωποιημένη στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Νίκου Τόσκα- θυσιάστηκε με 11 ημέρες καθυστέρηση. Με τους πολίτες να αμφιτελαντεύονται μεταξύ μύριων συναισθημάτων για την υπευθυνότητα της κυβέρνησης και για τους ιθύνοντες που φαίνεται να βολεύονται έτσι πίσω από την εν λόγω παραίτηση.
Συνδέοντας όλα τα παραπάνω, η απόγνωση πολλές φορές οδηγεί σε μοναχικές σκέψεις, αλλά και σε εκείνο το διαχρονικό καταφύγιο που περιβάλλεται από μουσικές νότες. Πόσο μάλλον όταν οι νότες ντύνονται από θεατρικότητα και οδηγούν στο βίωμα ενός δράματος, όπως συμβαίνει με την όπερα.
Οι λάτρεις της, μάλιστα, δεν μπορούν παρά να κάνουν τον προφανή (ονοματολογικό) συνειρμό με τα παρόντα γεγονότα: να ανατρέξουν στην δραματική όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι “Τόσκα” έστω για να μάθουν κάτι περισσότερο για την πλοκή της. Μήπως και λάβουν κάποιες απαντήσεις με αυτόν τον, βγαλμένο από τη ζωή, τρόπο.
Πρόκειται για δράμα σε τρεις πράξεις, με την πρωταγωνίστρια να θέτει τέλος στη ζωή της πέφτοντας στον Τίβερη αφού έχει χάσει τον έρωτά της, Μάριο, από τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος στη Ρώμη του 1800.
Οι συνειρμοί πολλοί. Οι τρεις πράξεις του δράματος θα μπορούσαν να απαριθμηθούν ως ακολούθως: α) το ίδιο το θλιβερό γεγονός, β) το “πινγκ-πονγκ” των ευθυνών, η “θυσία” του υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
Μία πράξη στην οποία κατέφυγε ο υπουργός ως έσχατη λύση υπό το βάρος των ευθυνών και από τα πυρά της κοινωνίας. Ή ακριβώς για να υπάρξει αλλαγή της πολιτικής ατζέντας (μία σκέψη που από μόνη της τείνει να αποτελεί μέρος της ημερήσιας διάταξης).
Η συνέχεια θα δείξει κατά πόσο οι έχοντες την εξουσία έχουν και την πολυτέλεια της αποφυγής της “νέμεσις” με επικοινωνιακούς ελιγμούς που θα τους οδηγήσει στην πολιτική επιβίωση. Κάτι που εξαρτάται φυσικά τόσο από τα “πυρά” της κοινωνίας όσο και από τη δική τους ευθιξία.
Σε κάθε περίπτωση, το απόλυτο διακύβευμα είναι η αγαλλίαση της ψυχής, όπως άλλωστε και στην όπερα. Για αυτό όμως υπεύθυνοι εν τέλει θα είμαστε μόνο εμείς μέσω των μελλοντικών μας επιλογών.