Σαν σήμερα ήταν θυμάμαι, Γενάρης αλλά χωρίς του φετινού παγερού καιρού τα καμώματα που συνέβη το μοιραίο. Πριν καλά – καλά ανατείλει ο ήλιος στον Αττικό ουρανό και ξεκινήσει η πολύβουη ζωή της πόλης, πριν αρχίσουν ν’ ακούγονται στους δρόμους οι καλημέρες, μια τελείως αναπάντεχη είδηση άρχισε να προβάλλεται δειλά – δειλά από τα Μ.Μ.Ε. Ήταν εκείνη της αναγγελίας του θανάτου του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Και γράφω δειλά, διότι απαιτούσε τεράστιο θάρρος από τον δημοσιογράφο να πει στον Ελληνικό λαό ότι ο Χριστόδουλος τους – όχι οποιοσδήποτε μεγάλος γνωστός και ακριβοθώρητος – ο δικός τους άνθρωπος είχε περάσει πια στην ιστορία. Μια ιστορία γραμμένη με χρυσά ελληνικά γράμματα, κυρίως κεφαλαία, αφού με οτιδήποτε κι αν καταπιανόταν ο Αρχιεπίσκοπος, καταγραφόταν έπειτα με κεφαλαία.
Ο μέγας αυτός οραματιστής της Ελλαδικής εκκλησίας, σχεδίασε τον κόσμο, το ποίμνιο του στα αρχέτυπα της Ελευθερίας του ανθρώπου, μακριά από οποιαδήποτε μορφή δέσμευσης και καταπίεσης, με σημαία του την ανάγκη εκσυχρονισμού του ρόλου της εκκλησίας, ώστε να μπορεί να υπηρετεί με όσο το δυνατόν λιγότερες ταμπέλες τον άνθρωπο.
Δεν στάθηκε στους θρόνους και τα δήθεν, αλλά περιπάτησε στα στενά της ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με τον επιφανή μεν εύπορο, αλλά και τον αφανή αγωνιστή εργάτη της καθημερινότητας εξίσου.
Έτρεξε να φωνάξει δυνατά και ξάστερα ενάντια στις εξαρτήσεις του σώματος και του πνεύματος, ξεκινώντας έναν “ιερό πόλεμο” κατά των ναρκωτικών, της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται και σε όποιον ασκείται, της υλιστικής κατάχρησης, της κοινωνικής αδικίας, των ανισοτήτων, των πολέμων, των δεσμών και των δέσμιων.
Ακόμα, ανησυχούσε διαρκώς και αδιαλείπτως για την μοίρα της χώρας και τα εθνικά συμφέροντα, κηρύττοντας τις περισσότερες φορές λόγο εθνικό από τον άμβωνα, αντιδρώντας σε κάθε πολιτική βούληση που θα αφαιρούσε κυριαρχία και κεκτημένα απ’ την Ελλάδα, μη υπολογίζοντας το κόστος.
Αυτός δεν ήταν μια απ’ τα ίδια, αλλά ήταν ένας, τελεία και παύλα. Μοναδικός και ίσως εν πολλοίς ανεπανάληπτος.
Τούτο μάλιστα δεν το γράφω εγώ, απλώς συνάγεται από το λαϊκό αίσθημα που ακόμα και μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια ψάχνει τον Αρχιεπίσκοπο του στην τελευταία του κατοικία, σχηματίζοντας ουρές στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, στο διαδίκτυο με σορό αναρτήσεων που αναφέρονται στην απουσία του, μα περισσότερο στις καθημερινές συναναστροφές τους, στις οποίες συχνά μονοπωλεί λυρικά η ερώτηση : >, που όμως δυστυχώς έχει την μοίρα να μένει πάντα αναπάντητη.