Ένας μεγάλος αναστεναγμός ανακούφισης πρέπει ν’ ακούστηκε πάνω από την Γαλλία αλλά πιθανότατα και από όλη την Ευρώπη μετά την ανακοίνωση των exit polls και πολύ περισσότερο των πρώτων αποτελεσμάτων των τοπικών εκλογών στην Γαλλία. Σε αντίθεση με τις έντονες ανησυχίες που υπήρχαν, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν δεν είναι πρώτο κόμμα στην Γαλλία. Ο αναστεναγμός ανακούφισης, όμως, μάλλον τελειώνει εδώ.
Όπως δήλωσε και η ίδια η Μαρίν Λε Πεν μετά την δημοσιοποίηση των πρώτων αποτελεσμάτων, μην κρύβοντας την ικανοποίησή της, είναι ότι το Εθνικό Μέτωπο «εδραιώνει σε κάθε εκλογική περιφέρεια» τις δυνάμεις του. Εξασφαλίζοντας ότι υποψήφιοι του κόμματός της περνούν στον β’ γύρο σε περισσότερες από 60 από τις 101 εκλογικές περιφέρειες, και ενισχύοντας έστω και ελαφρά το ποσοστό του κόμματος σε σχέση με τις Ευρωεκλογές, πριν από περίπου 10 μήνες, η Μαρίν Λε Πεν είπε κάτι μάλλον ανατριχιαστικό αλλά ιδιαίτερα αληθινό: το Εθνικό Μέτωπο ήρθε για να μείνει.
Το αποτέλεσμα αυτού του α’ γύρου απέδειξε ότι οι ψήφοι που έλαβε τον Μάη όταν κλονίστηκε ολόκληρη η Ευρώπη από την πρωτιά του Εθνικού Μετώπου δενήταν ούτε συγκυριακοί, ούτε τυχαίοι. Είναι προφανές ότι η Μαρίν Λε Πεν «δουλεύει» μεθοδικά και συγκροτημένα. Προσπάθησε να «καθαρίσει» το κόμμα από δηλώσεις, πρόσωπα και στάσεις που παραπέμπουν ευθέως σε φασισμό, ρατσισμό, αντισημιτισμό κλπ (χαρακτηριστικό είναι ότι «απέσυρε από την κυκλοφορία» τους σκίνχεντς που αποτελούσαν την ασφάλεια των συγκεντρώσεων του κόμματος όταν επικεφαλής ήταν ο πατέρας της). Και ταυτόχρονα αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ολοένα μεγαλύτερη δυσφορία των Γάλλων, από τα χαμηλότερα αλλά και από τα μεσαία στρώματα, απέναντι στην διαρκώς επιδεινούμενη καθημερινότητά του: τις περικοπές επιδομάτων, την μείωση των κρατικών παροχών, την αύξηση της ανεργίας, την χειροτέρευση μισθών και εργασιακών συνθηκών, την κατάρρευση του εισοδήματός τους.
Για όλα αυτά, λέει η Λε Πεν, φταίνε οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, και κυρίως οι γαλλικές ηγεσίες που δεν εξυπηρετούν τα «συμφέροντα των Γάλλων αλλά έκαναν την Γαλλία από μεγάλη δύναμη, υποτακτική στα κελεύσματα» τρίτων. Και λέγοντάς το εκφράζει ταυτόχρονα και ένα τμήμα γαλλικών επιχειρηματικών συμφερόντων που όντως έχουν πληγεί σημαντικά αλλά και ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του γαλλικού πληθυσμού που αρχίζει να νιώθει το τι σημαίνει κρίση όλο και πιο βαθιά.
Το ότι η Λε Πεν δεν εξήλθε ακόμη πιο ενισχυμένη από τις κάλπες της 22ας Μαρτίου οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επάνοδο στην πολιτική του Νικολά Σαρκοζί. Έχοντας επανέλθει στην ηγεσία του δεξιού UMP (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα) τον περασμένο Νοέμβριο με μεγάλη πλειοψηφία, ο Σαρκοζί γίνεται ο πρώτος ηγέτης κόμματος στην Γαλλία που επανέρχεται στο τιμόνι του μετά από εκλογική ήττα και απομάκρυνσή του. Και όλα αυτά ενώ οι υποθέσεις του με την δικαιοσύνη διόλου δεν έχουν λήξει και η «σόου μπιζ» προβολή της προσωπικής του ζωής συνεχίζει να ενοχλεί μεγάλη μερίδα των Γάλλων που τον θεωρούν υπεύθυνο για την σταδιακή «αμερικανοποίηση» της αντιμετώπισης της πολιτικής ζωής της χώρας από τα ΜΜΕ.
Ο Σαρκοζί έκανε αυτό που έκανε πάντα: διεμβόλισε το ακροατήριο του Εθνικού Μετώπου. Χρησιμοποίησε την λογική του, αξιοποίησε σχεδόν το λεξιλόγιό του και άλλαξε απλώς την κατάληξη της επιχειρηματολογίας του. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Νικολά Σαρκοζί έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχοντας «σαρώσει» όλο το ακροδεξιό εκλογικό σώμα (με πολλές αντιδράσεις και από το εσωτερικό του κόμματός του) το 2007 με κύριο όχημά του τον πολιτικό λόγο που «λοξοκοίταγε» ακροδεξιά, αρχής γενομένης από την στάση του ως υπουργός Εσωτερικών το 2005 στην εξέγερση στα γκέτο της χώρας. Τότε που είχε αποκαλέσει «σκουπίδια» συλλήβδην την νεολαία που κατοικεί εκεί, περιθωριοποιημένη και βυθισμένη στην ανεργία, που θα πρέπει να τα μαζέψει Karcher (αναφορά σε συγκεκριμένη γερμανική μάρκα από ηλεκτρικά είδη). Και οι συνειρμοί ελεύθεροι.
Η εντυπωσιακή νικητήρια επάνοδος του Σαρκοζί στην κεντρική πολιτική σκηνή και η εδραίωση του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λε Πεν είναι ίσως τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Σε αυτά προστίθεται και η μεγάλη, αν και μειωμένη σε σχέση με το 2011, αποχή καθώς μόλις το 50,6 % των Γάλλων πήγαν στις κάλπες. Κανένα από αυτά τα τρία χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετικό για την επόμενη μέρα. Ιδιαίτερα όσο πιο κοντινή μοιάζει η πιθανότητα οι προεδρικές του 2017 να είναι μια μονομαχία μεταξύ Λε Πεν – Σαρκοζί.