Ως πολίτης της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας και ως καθηγητής της πολιτικής φιλοσοφίας, δηλώνω κατηγορηματικά και απερίφραστα, ότι οι πολιτικές πρωτοβουλίες που προωθούνται από τους θεσμούς και τις αρχές του ελληνικού κράτους σχετικά με τα ζητήματα: του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων, εβδομήντα χρόνια (70 χρόνια) μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δημιουργούν μείζονα προβλήματα στην παγκόσμια πολιτική κοινωνία στην πλανητική εποχή μας για τους εξής τρεις λόγους:
Πρώτον, τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων δεν μπορούν να ενταχθούν στην επιχειρηματολογική διαβούλευση των διαπραγματεύσεων, επειδή δεν είναι ενδογενή περιεχόμενα του αντικειμένου, δηλ. του ελληνικού κρατικού χρέους, το οποίο επιδιώκουν οι δύο πλευρές δηλ. οι ελληνικές αρχές και οι εταιρικοί θεσμοί (σύμφωνα με την απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου 2015) να επιλύσουν.
Δεύτερον, τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων αποτελούν παρωχημένο ηθικό και νομικό ζήτημα μετά από εβδομήντα χρόνια ιστορικής συνειδησιακής αυτογνωσίας εθνικών, μετα-εθνικών και υπερεθνικών συλλογικών υποκειμένων. Όσον αφορά τη γερμανική εθνική συλλογικότητα θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία περίπτωση συλλογικού υποκειμένου, το οποίο να “εκπαιδεύθηκε” κατά ριζικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα της συγκροτήσεώς του μετά τη φρικιαστική ανθρώπινη εμπειρία του ναζισμού. Κατά συνέπεια, προκαλεί τουλάχιστον ιστορική αμηχανία η επίκληση ηθικού και νομικού ζητήματος από μέρους της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας για τις απάνθρωπες πράξεις ενός υποκειμένου το οποίο έχει ριζικά αντικατασταθεί από ένα νέο συνειδησιακό υποκείμενο. Εκτός εάν το ελληνικό συλλογικό υποκείμενο πιστεύει στη “φυσική ιστορία” – πράγμα το οποίο δεν είναι τελικά και απίθανο.
Τρίτον, τέλος τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων δεν συνιστούν πολιτικό πρόβλημα. Ακόμη και ο πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα των πολιτικών επιστημών γνωρίζει, ότι τα πολιτικά προβλήματα αναφέρονται σε ζητήματα οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, συγκρότησης της κοινωνίας ως ελεύθερης πολιτικής κοινωνίας και ρύθμισης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εννοείται, πως ούτε το κατοχικό δάνειο, ούτε οι πολεμικές αποζημιώσεις έχουν κάποια σχέση μ’ αυτά τα ζητήματα. Αντιθέτως, η Ελλάδα και η Γερμανία μετά από εβδομήντα χρόνια (1945 – 2015) έχουν ενταχθεί σε μία κοινή (όχι παράλληλη) ιστορική πορεία εντός της Ευρώπης. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσε μείζονα έλλογο στόχο στην παγκόσμια εξέλιξη του πνεύματος. Ας σημειωθεί, ότι αυτό επετεύχθη στην Ευρώπη και όχι στην Αφρική ή στην Ασία. Ενδεχομένως η γραφειοκρατική Ευρωζώνη, να έχει δημιουργήσει τα προβλήματα που ζούμε σήμερα. Αυτό όμως δε σημαίνει, ότι θα πρέπει να “μεταφράσουμε” το κατοχικό δάνειο ή τις πολεμικές αποζημιώσεις σε πολιτικό πρόβλημα, επειδή η γραφειοκρατική Ευρωζώνη δημιουργεί ανθρωπιστική κρίση στα κράτη – μέλη της. Ως πολιτικό συμπέρασμα μπορεί να διατυπωθεί το εξής: επιβάλλεται η ελληνική πολιτική συλλογικότητα να εγκαταλείψει το αίτημα να διατυπώνει τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων ως πολιτικά προβλήματα. Οφείλει να στρέψει το ενδιαφέρον της στη διαμάχη που διεξάγεται ανάμεσα στην πολιτική Ευρωπαϊκή Ένωση και την γραφειοκρατική Ευρωζώνη. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή όπως κάνει τώρα που επιχειρεί να αναβιώσει τα φαντάσματα του παρελθόντος ως εμπειρίες του πολιτικού παρόντος, θα περιέλθει η ίδια σε καθεστώς απολίθωσης, απομόνωσης και αποξένωσης στην ευρωπαϊκή οικογένεια, στην πλανητική εποχή.