Ελλάδα 2021: Ιστορία δύο όψεων. Η ελληνική οικονομία έκανε βήματα προόδου. Το ποτήρι περισσότερο γεμάτο, πάρα άδειο. Αλλά με την ανηφόρα μπροστά...

Ας το πούμε ξεκάθαρα και εξαρχής. Ενόψει των γεγονότων και τηρουμένων των αναλογιών, το 2021 η ελληνική οικονομία έκανε βήματα προόδου: αναπτύχτηκε, σταθεροποιήθηκε, επαινέθηκε, έχει δικαίωμα να ελπίζει. Είναι σημαντικό, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πλήρη εικόνα.

του Κώστα Μποτόπουλου

Η πλήρης εικόνα έχει δύο όψεις, η συνάρτηση των οποίων εμφανίζεται αρκετά ανάγλυφα στον πιο πρόσφατο, και πιο απρόβλεπτο, έπαινο που δεχτήκαμε ως χώρα: ήδη από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων του, ο νέος Γερμανός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, γνωστό «φιλελεύθερο γεράκι», δημοσιοποίησε την άποψη ότι «η ελληνική οικονομία έχει έρθει σε πορεία επιτυχίας» και συμπλήρωσε ότι η «μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης είναι εντυπωσιακή».

Ως προς το πρώτο έχει δίκιο, αλλά με αρκετούς αστερίσκους, ως προς το δεύτερο υπερβάλλει, αλλά το παιχνίδι δεν έχει χαθεί. Το δίπολο βελτίωσης-αυτοσυγκράτησης χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, όλα τα βασικά πεδία της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2021 και των προοπτικών της για το άμεσο μέλλον.

Στο μέτωπο των μετρήσιμων επιδόσεων, τα θετικά στοιχεία υπερτερούν σαφώς των προβληματικών:

  • Μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη (περίπου 7% για όλο το 2021).
  • Τεράστια μεγεθυντική δυναμική του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (υπολογίζεται μεταξύ 8 και 12% για την επόμενη τετραετία), από το οποίο δεν έχουμε πάρει ακόμα ούτε ένα ευρώ, αλλά αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο.
  • Πιστοληπτική αναβάθμιση από έναν οίκο (S&P) εν αναμονή και άλλων και με εμφανή ήδη επίπτωση στο αξιόχρεο, στη δυνατότητα δανεισμού, στην πορεία και τις εκδόσεις κρατικών ομολόγων.
  • Μεγάλη ενίσχυση των τραπεζικών καταθέσεων, επιστροφή στην κερδοφορία των τραπεζών και των εισηγμένων εταιριών, σημαντική μείωση των «κόκκινων δανείων».
  • Θετικές συνολικές αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά τη διαδικασία τόσο του «εξαμήνου», που ισχύει για όλες τις χώρες της Ε.Ε., όσο και της «αξιολόγησης», που μας έμεινε, για λίγο ακόμη, ως μνημονιακό ενθύμιο, καθώς και από το ΔΝΤ, το οποίο με το τέλος του χρόνου αποπληρώνουμε και αποχαιρετούμε, ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους.

Η πρόοδος είναι τόσο σημαντική που δεν την εξουδετερώνουν, παρότι δεν πρέπει να περνούν ασχολίαστα, τα ουσιώδη προβλήματα:

  • Το εκτός κλίμακας χρέος (πάνω από 200% του ΑΕΠ πλέον), για το οποίο έχουμε, κακώς κατά τη γνώμη μου, εναποθέσει τις ελπίδες μας στην αναθεώρηση και «χαλάρωση» του Συμφώνου Σταθερότητας.
  • Η σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η όχι τόσο ισχυρή όσο θα δικαιολογούσαν οι παραπάνω θετικοί δείκτες αύξηση της εξαγωγών, των ιδιωτικών επενδύσεων, γενικώς της εξωστρέφειας, η διατήρηση της ανεργίας, ιδίως των νέων, σε ψηλά επίπεδα.
  • Η συνεχιζόμενη δυσκολία έως αδυναμία πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, η μεταφορά των «κόκκινων δανείων» εκτός τραπεζικών ισολογισμών μεν, στα χέρια πιο δύστροπων δανειστών δε.
  • Η διαιώνιση της πρακτικής του Κράτους να μην πληρώνει αυτούς στους οποίους χρωστά και να «ρυθμίζει» τις δικές του υποχρεώσεις όχι απλώς με προνομιακό αλλά συχνά και με μη δίκαιο τρόπο.

Στο μέτωπο των απτών μέτρων ανάκαμψης πρώτα και βιώσιμης ανάπτυξης στη συνέχεια, είπαμε ήδη ότι βασικό εργαλείο είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, οι κατευθύνσεις του οποίου εξειδικεύτηκαν με ένα, επίσης επαινεθέν από διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς, ελληνικό «σχέδιο» («Ελλάδα 2.0»).

Καλοί οι έπαινοι, καλή η έμφαση σε παραγωγικές επενδύσεις, καλές οι «οριζόντιες» κατευθύνσεις του «πρασινίσματος» και της «ψηφιοποίησης», καλή η εκκίνηση κάποιων έργων πριν ακόμα εκταμιευτούν οι ευρωπαϊκοί πόροι.

Ας κρατάμε ωστόσο μικρό καλάθι, ή τουλάχιστον ας έχουμε το νου μας, ενόψει της γενικότητας πολλών μέτρων, της εξάπλωσης της πρακτικής απευθείας αναθέσεων, των όχι ακριβώς αξιοκρατικών επιλογών των ανθρώπων που στελεχώνουν ανεξάρτητες αρχές, ελεγκτικές υπηρεσίες, όργανα αξιολόγησης, τους ρυθμούς και τη νοοτροπία των δημόσιων οργανισμών, που αυτή η κυβέρνηση δεν κατάφερε ως τώρα να αλλάξει, την τάση «διευκόλυνσης» αν όχι πάντα φίλων, πάντως κάποιων «ελληνικών ιδιαιτεροτήτων (τελευταίο παράδειγμα, το επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για εξαίρεση της ελληνικής ναυτιλίας και των πλοιοκτητών από ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής).

Το κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας τμήμα του παγόβουνου, και πιθανότατα το πιο σημαντικό, τόσο για τον κύριο Λίντνερ όσο και για εμάς όλους, είναι οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις». Στο πεδίο αυτό η πρόοδος, κατά την άποψη μου, είναι μικρότερη όχι μόνο σε σχέση με όσα θα μπορούσε η κυβέρνηση, αλλά και σε σχέση με αυτά που όφειλε να κάνει. Και πάλι, όχι τόσο με το ποσοτικό κριτήριο –σε ποιους τομείς η κυβέρνηση θεωρεί ότι έκανε μεταρρυθμίσεις- αλλά το ποιοτικό –τι ακριβώς άλλαξε, τι εφαρμόζεται, σε ποιο βαθμό και προς ποια κατεύθυνση «κούνησε τα πράγματα».

Ας δούμε τις τρεις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με τα αρκετά και αρκετά άνισα «μερεμέτια», που υλοποιήθηκαν μέσα στο 2021:

Η μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ έφερε το χρονικό όριο στη φοίτηση, την ελάχιστη βάση εισαγωγής, υιοθέτηση, που έμεινε εντελώς ανεφάρμοστη, μιας νέας δομής προστασίας μέσω συνδρομής της αστυνομίας και καμία αλλαγή στα κρίσιμα ζητήματα της παιδαγωγικής αντίληψης, της χρηματοδότησης, του (λεγόμενου) «αυτοδιοίκητου», των κινήτρων για φοιτητές και διδάσκοντες.

Ο νέος εργασιακός νόμος έφερε κάποια εκσυγχρονιστικά μέτρα (ψηφιακή κάρτα εργασίας και έλεγχος παρουσίας μέσω αυτής, ρύθμιση τηλεργασίας, δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας εντός συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενίσχυση δικαιωμάτων γονέων και καταπολέμηση βίας), αλλά το δημόσιο ενδιαφέρον σχεδόν μονοπώλησαν δυο αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις («προστασία κοινωνικού συνόλου από την απεργία» και «ευελιξία ωραρίου εργασίας») και πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έβαλε τους ίδιους τους εργαζόμενους στο επίκεντρο.

Η εισαγωγή, τέλος, νέου και μικτού χαρακτήρα ασφαλιστικού συστήματος από τον τεχνοκράτη αρμόδιο Υφυπουργό, πέρασε μεν σχεδόν αναίμακτα, αλλά απαιτεί τόσες πολλές τεχνικές διαρρυθμίσεις, που δεν μπορεί να κριθεί τώρα .

Μια οικονομία σε μεγέθυνση, αλλά με πολλά ακόμα δομικά προβλήματα. Βάσεις που έχουν μπει, αλλά έργα και αλλαγές που μένουν να γίνουν. Ο απολογισμός, το είπα από την αρχή, δείχνει το ποτήρι περισσότερο γεμάτο πάρα άδειο. Αλλά με την ανηφόρα μπροστά.

 

Πηγή: Economico.gr      

 

ανήφοροςΕλλάδα 2021ελληνική οικονομίαΚρίστιαν Λίντνεροικονομία