Φτάνοντας στο τέλος μιας πολύ δύσκολης χρονιάς, έχει νόημα να ρίξουμε μια ματιά προς τα πίσω, αλλά με το μυαλό μπροστά, καθώς τίποτα δεν έχει τελειώσει ή κριθεί. Σε μια σειρά 4 κειμένων θα επιχειρήσω να συμπυκνώσω πού βρισκόμαστε στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στον κόσμο και στην οικονομία μέσα από τις προκλήσεις της χρονιάς που κλείνει αλλά και αυτής που έρχεται.
του Κώστα Μποτόπουλου
Η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να «διαβαστεί», αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, μέσα από την πρόοδο δύο χωρών που διένυσαν το 2021 χέρι-χέρι, χωρίς να το θελήσουν και ίσως και χωρίς να το γνωρίζουν. Τίποτα δεν συνδέει αυτόματα την Ιταλία με την Πορτογαλία κι όμως όλα τις συνέδεσαν, από τα σπορ (η μία πρωταθλήτρια Ευρώπης στο ποδόσφαιρο και η άλλη πρώην πρωταθλήτρια και αντίπαλος για την πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου), την πολιτική, την οικονομία και τη διαχείριση της πανδημίας. Ιταλία και Πορτογαλία «απέδειξαν» πόσο σημαντικές -στήνοντας το βάθρο πάνω στο οποίο κάθε χώρα μπορούσε να κάνει το δικό της άλμα- ήταν οι δυο κεντρικές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στην πανδημία: το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα και η συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το βασικό είναι βέβαια ο ελαφρώς καθυστερημένος πρωταθλητισμός στο μέτωπο της πανδημίας. Με 85,6% ποσοστό εμβολιασμού στο συνολικό πληθυσμό και 98% στους δυνάμενους να εμβολιαστούν (πολύ κοντά στο 100% στους άνω των 60 ετών, για να το συγκρίνουμε με τα δικά μας), η Πορτογαλία έχει την πρώτη επίδοση στην Ευρώπη και από τις πρώτες στον κόσμο. Με 84,5% στους άνω των 12 ετών, η Ιταλία, η χώρα που περισσότερο χτυπήθηκε στο πρώτο κύμα της πανδημίας και περισσότερο δυσκολεύτηκε στο ξεκίνημα του εμβολιαστικού της προγράμματος, είναι μέσα την πρώτη πεντάδα (μαζί με Ιρλανδία, Δανία, Ισπανία) και πρώτη ανάμεσα στις μεγάλες χώρες, και τις μεγάλες οικονομίες, της Ένωσης.
Η επιλογή των ανθρώπων
Ρόλο έπαιξε, και στις δυο περιπτώσεις, η επιλογή ως προσώπων – ενσαρκωτών του εμβολιασμού πρώην στρατιωτικών που κατάφεραν να συνδυάσουν, στα μάτια των συμπατριωτών τους, την πειθαρχία με την πειστικότητα και το προσωπικό παράδειγμα.
Σημαντικά ήταν όμως επίσης και δυο άλλα πιο γενικά χαρακτηριστικά: η κυβερνητική αξιοπιστία, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εντελώς διαφορετικούς ως προς το στιλ αλλά με κοινή σοβαρότητα και αντιλαϊκισμό ηγέτες, τον Ντράγκι και τον Κόστα, καθώς και η αίσθηση συλλογικότητας, που ανακαλύφθηκε, ή αποκαλύφθηκε, όχι μόνο μέσα από τη σκληρή δοκιμασία της ίδιας της πανδημίας, αλλά και μέσα από την περηφάνια υπέρβασης της:
- Σε καμία από τις δυο αυτές χώρες, ακόμα και στην Ιταλία, στην οποία δεν έλειψαν οι κοινωνικές διαμαρτυρίες, η αντιπολίτευση δεν έθεσε την πανδημία εντός της κομματικής διαπάλης και σε καμία δεν παρατηρήθηκαν εκτεταμένα φαινόμενα παραπληροφόρησης, φανατισμού, ανάμιξης της Εκκλησίας ή άλλων οργανωμένων παρακρατικών δυνάμεων.
Η συσπείρωση κατά της πανδημίας
Το πλέγμα αυτό συσπείρωσης κατά της πανδημίας και κυβερνητικής σοβαρότητας είχε σαφή αντίκτυπο στις οικονομικές επιδόσεις των δυο χωρών. Ειδικά στην Ιταλία, που για πολλά χρόνια αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που δεν αναπτύσσεται και δεν μεταρρυθμίζεται, η αλλαγή ήταν εντυπωσιακή, ιδίως στα πεδία της επιχειρηματικότητας και της εμπιστοσύνης των εργαζομένων, όπως αναδεικνύει ο υψηλότερος εντός της Ευρωζώνης βαθμός αγοραστικής δύναμης (Purchasing Managers Index), που ανέβηκε το Νοέμβριο στο 68,2% (ενώ έπεσε, για παράδειγμα, σε χώρες σαν τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία, για διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν με την πανδημία, την πολιτική κατάσταση, την αισιοδοξία για το μέλλον).
Η βελτίωση δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα έχουν οριστικά ξεπεραστεί ή ότι οι οικονομίες έχουν εξασφαλισμένη ανάπτυξη: και η Ιταλία και η Πορτογαλία έχουν δομικές αδυναμίες, ενώ και οι δυο χώρες έχουν μπροστά τους εκλογικές αναμετρήσεις, που μπορεί να ανατρέψουν το κλίμα σταθερότητας (ενώ εκείνη που θα αποκλειστεί από το Παγκόσμιο Κύπελλο θα έχει να αντιμετωπίσει και τη γκρίνια των κατοίκων της). Δείχνουν όμως, και οι δυο περιπτώσεις, ότι η σοβαρότητα μετράει -και επιβραβεύεται και στο κοινωνικό και στο οικονομικό επίπεδο.
Η έννοια της «κυριαρχίας»
Λιγότερο αισιόδοξη θα απέβαινε η ανάλυση αν γινόταν μέσα από το πρίσμα μιας έννοιας που πολύ συζητήθηκε, και ταλαιπωρήθηκε, τη χρονιά που κλείνει: την έννοια της «κυριαρχίας».
Επίταση της αντίστασης του «αντι-φιλελεύθερου άξονα» (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβενία) σε κοινές πολιτικές, νομική εναντίωση στην υπεροχή του κοινοτικού δικαίου (από το συνταγματικό δικαστήριο της Πολωνίας ανοιχτά και της Γερμανίας με πιο καλυμμένο τρόπο), όξυνση του μεταναστευτικού στα σύνορα της Ευρώπης (ελληνικά, ιταλικά αλλά και με Λευκορωσία) χωρίς δυνατότητα ενιαίας αντιμετώπισης, διεύρυνση της απόστασης με τη Βρετανία μετά το Brexit, εισδοχή ιδεών περί «εθνικής αναδίπλωσης» στη σημαντικότερη εκλογική αναμέτρηση που έχει μπροστά της η Ευρώπη το 2022, την προεδρική στη Γαλλία:
- Δύο ακροδεξιοί, ρατσιστές και αντι-ευρωπαϊστές υποψήφιοι (Λεπέν και Ζεμούρ) εμφανίζονται ισχυροί, ενώ και εντός της «κλασικής» Δεξιάς επιβραβεύτηκαν οι ακραίες φωνές (όλα αυτά βέβαια μάλλον συμφέρουν τον Μακρόν, αλλά η γενική πολιτική τάση είναι σαφώς προβληματική).
Ωστόσο, πιστεύω ότι, έναντι και αυτών των υπαρκτών προβλημάτων-απειλών, η «απάντηση» που ταιριάζει είναι εκείνη που ήρθε, και μάλιστα με τρόπο αυθόρμητο, πρακτικό και «εθνικό» -δεν επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση- στην Ιταλία και την Πορτογαλία: έβαλαν το συλλογικό συμφέρον πάνω από το ατομικό και τη βελτίωση, ή διατήρηση, του επιπέδου ζωής πάνω από ιδεολογήματα και κομματικές ή συντεχνιακές αντιπαραθέσεις.
Πηγή: Economico.gr