Η δημοσκόπηση της PULSE για τον ΣΚΑΙ – ενώ συμπληρώθηκαν δύο χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη και σε συνθήκες έντονης ανησυχίας για τις μεταλλάξεις του covid 19 – μας δίνει μια σειρά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
του Θοδωρή Καλούδη
1. Πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη
Το εκλογικό σώμα, σύμφωνα και με αυτή τη δημοσκόπηση, εμπιστεύεται σήμερα τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως πρωθυπουργό, περισσότερο από κάθε άλλον πολιτικό και βεβαίως τον φερόμενο ως άμεσο ανταγωνιστή του Αλέξη Τσίπρα.
Τον κ. Μητσοτάκη επιλέγουν το 42% των πολιτών έναντι 24% που προτιμούν τον κ. Τσίπρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις από ό,τι το κόμμα του σήμερα (38%) και μεγαλύτερη αποδοχή από αυτήν που κέρδισε η ΝΔ πριν δύο χρόνια (40%).
Από την άλλη, ο κ. Τσίπρας υστερεί του πρωθυπουργού κατά 18 μονάδες. Το 24% που συγκεντρώνει ταυτίζεται με την πολιτική δύναμη που εμφανίζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και υπολείπεται 6 ποσοστιαίες μονάδες από την επιλογή «κανένας από τους δύο» (30%)
2. Μεγάλες αντοχές της ΝΔ – σε σταθερή πτώση ο ΣΥΡΙΖΑ
Η ΝΔ, σύμφωνα και με αυτή τη δημοσκόπηση, παραμένει σταθερά πρώτη επιλογή των πολιτών και με μεγάλη διαφορά (14 μονάδων) από τον ΣΥΡΙΖΑ (38% -24%). Το κυβερνών κόμμα μετριέται σήμερα δύο μονάδες κάτω από τα εκλογικά ποσοστά του (πτώση 5% της δύναμής του). Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται σταθερά στην περιοχή του 24%, έχοντας απολέσει ήδη το 24% της εκλογικής του δύναμης (31,5%).
Στασιμότητα εμφανίζουν και οι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί της αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστική είναι η αδυναμία του ΚΙΝ.ΑΛ. της Κας Γεννηματά να ξεκολλήσει από το πολιτικό τέλμα και να αξιοποιήσει την αποδοκιμασία του εκλογικού σώματος προς τον, διεκδικητή (και) του Σοσιαλδημοκρατικού χώρου, ΣΥΡΙΖΑ.
3. Θετική η εικόνα για την κυβέρνηση
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σύμφωνα και με αυτή τη δημοσκόπηση, έχει σημαντική αποδοχή για μια σειρά κρίσιμες πολιτικές που εφαρμόζει. Σε ορισμένους τομείς η επιδοκιμασία των πολιτών ξεπερνά ακόμα και τα εκλογικά αποτελέσματα ή τη σημερινή πολιτική δύναμη της ΝΔ.
Έτσι, στον εκσυγχρονισμό του κράτους επιδοκιμάζεται από το 49% των πολιτών. Στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της υγειονομικής κρίσης από το 45%. Στην οικονομία και την ανάπτυξη από το 43%. Στην εξωτερική πολιτική από το 43%. Στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας από το 38%. Στην αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού από το 37%.
Για τα θέματα αυτά οι πολίτες που θα προτιμούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι μπορεί να τα διαχειριστεί καλύτερα, δεν ξεπερνούν (σε κανένα τομέα) το 23%, κινούμενοι μεταξύ 17 και 21%. Δηλαδή κάτω και από το ποσοστό που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη δημοσκόπηση.
4. Αντίσταση στους εμβολιασμούς από τους «αρνητές»
Κρίσιμα είναι τα ευρήματα , σε αυτή τη δημοσκόπηση,για τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία με τους εμβολιασμούς και την αντιμετώπιση της πανδημίας, κυρίως υπό το πρίσμα των μεταλλάξεων του ιού.
Γενικότερα, υπέρ του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού τάσσονται περισσότεροι από 7 στους 10 Έλληνες. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι ανεξαρτήτως από το πότε θα κάνουν το εμβόλιο, το ποσοστό που έβλεπε με επιφυλακτικότητα τα εμβόλια μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Αναλυτικά, το 72% του δείγματος απάντησε ότι θα εμβολιαστεί έναντι 37% τον Νοέμβριο του 2020, 40% τον Δεκέμβριο του 2020, 49% τον Ιανουάριο του 2021, 56% τον Φεβρουάριο, 57% τον Μάρτιο, 65% τον Απρίλιο και 69% τον Ιούνιο.
Σε ό,τι αφορά σε εκείνους που εμφανίζονται διστακτικοί για το εμβόλιο και δεν έχουν κάνει ακόμα καμία δόση, σε ερώτηση για το αν θα το κάνουν, ανεξαρτήτως από το πότε, το 36% δήλωσε «σίγουρα όχι», το 21% «μάλλον όχι», το 26% «μάλλον ναι» και το 14% μάλλον ναι.
5. Οι “αρνητές” δεν φοβούνται τις μεταλλάξεις
Μάλιστα, περισσότερο ανήσυχοι για τις μεταλλάξεις του ιού σε ποσοστό 75% εμφανίζονται όσοι έχουν κάνει μία ή δύο δόσεις του εμβολίου, ακολουθούν με 50% όσοι έχουν προγραμματισμένο ραντεβού για τον εμβολιασμό τους, ενώ στον αντίποδα όσοι δεν έχουν κλείσει καν ραντεβού για να εμβολιαστούν, σε ποσοστό 54% δηλώνουν ότι δεν ανησυχούν.
Το ερώτημα παραμένει αν το ζήτημα των «αρνητών» αφορά την παιδεία τους ή την ενημέρωσή τους (ή και τα δύο). Πάντως το γεγονός ότι δηλώνουν ότι η κύρια ενημέρωσή τους για το θέμα προκύπτει από τα (ανώνυμα) social media είναι ενδεικτικό των επιλογών τους.
Ανησυχητικό γεγονός, είναι πάντως ότι (όπως προκύπτει από άλλη δημοσκόπηση) τα ποσοστά των «σκληρών αρνητών» είναι μεγαλύτερα στις νεαρές ηλικίες: 14% στους 18-24 ετών και 15% στους 25-34 ετών, έναντι 10% στις ηλικίες 35-44, 12% στους 45-54% ετών και 10% στους άνω των 55 ετών.
Αποτελεί μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση το πως θα καταφέρει να σπάσει το τείχος της άρνησης και του φόβου. Πολύ περισσότερο γιατί από την καταπολέμηση της πανδημίας εξαρτάται η δημόσια υγεία και, σε κρίσιμο βαθμό, η ανάπτυξη της χώρας και η προκοπή.
Πηγή: Economico.gr