Οι αστυνομικοί έλεγχοι, οι έρευνες και οι προσαγωγές οφείλουν να τελούν υπό την τήρηση των αρχών της νομιμότητας.
του Αργύρη Αργυριάδη
Οι εικόνες «ξυλοφορτώματος» την Κυριακή, με χρήση αστυνομικής ράβδου (γκλομπ) ενός νεαρού στη Νέα Σμύρνη δεν περιποιούν τιμή σε κανέναν. Ιδίως δεν συνάδουν με ένα ευνομούμενο κράτος, όπως όλοι θέλουμε να είναι η Ελλάδα. Ο νεαρός μπορεί να προκάλεσε, μπορεί και όχι. Μπορεί να πει κανείς –βλέποντας την αποσπασματική εικόνα στα social media– ότι αντιστάθηκε στην «προσαγωγή» του. Κάλλιστα, όμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι απλώς προσπάθησε να αποφύγει μια αναίτια βία σε βάρος του.
Οι αστυνομικοί έλεγχοι, οι έρευνες και οι προσαγωγές οφείλουν να τελούν υπό την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας. Και η τηλεοπτική εικόνα των συγκεκριμένων γεγονότων της Νέας Σμύρνης δείχνει το ακριβώς αντίθετο…
Ωστόσο, η αντίδραση κομμάτων και μέσων ενημέρωσης κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση; Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε «σωστή κατεύθυνση». Εάν κάποιος επιθυμεί να κερδίσει πόντους στο παιχνίδι του πολιτικού εντυπωσιασμού, «να δημιουργήσει πρόβλημα» στην εκάστοτε κυβέρνηση, προφανώς αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να κινηθεί. Είναι όμως, πράγματι ορθή; Ή μήπως είναι άλλη μια πολιτική πομφόλυγα, ένα δελτίο τύπου – πυροτέχνημα που ουδόλως συμβάλλει είτε στη γόνιμη αντιπολίτευση είτε στη διόρθωση των «κακώς κειμένων».
Και εάν εντέλει δεν είναι αυτή η «ορθή αντίδραση» τότε ποια είναι; Η απάντηση είναι ευχερής, εάν όλοι συνομολογήσουμε τα ακόλουθα:
Η συλλογική ασφάλεια, η διασφάλιση των εννόμων αγαθών του καθενός και της δυνατότητάς του να τα απολαμβάνει ελεύθερα, ασκώντας τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, αποτελεί αυτονοήτως θεμελιώδη υποχρέωση του Κράτους.
Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες διαπιστώσει σε έκθεσή του, ότι «η συμπεριφορά κάποιων στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. υπερβαίνει τα όρια της έλλειψης επαγγελματισμού και εισέρχεται σαφώς στο χώρο όχι απλώς του υπηρεσιακώς αντικανονικού αλλά και αυτής καθ’ εαυτής της παραβατικότητας».
Και προφανώς η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη δεν αναφερόταν μόνον σε σοβαρά κρούσματα εγκληματικότητας αστυνομικών υπαλλήλων, που θα μπορούσαν να ερανισθούν από το ίδιο το αστυνομικό δελτίο του ημερήσιου τύπου (λ.χ. συμμετοχή αστυνομικών σε δίκτυα «προστασίας» καταστημάτων, έκδοσης πλαστών πιστοποιητικών, διακίνησης αλλοδαπών γυναικών κλπ.) αλλά «στον σκοτεινό, εν πολλοίς, αριθμό παραβατικών συμπεριφορών που εκδηλώνονται κατά την επαφή του απλού πολίτη – και σε βάρος των δικαιωμάτων αυτού- µε ενέργειες αστυνόμευσης, ιδίως δε µε τη μορφή της αδικαιολόγητης προσφυγής σε μέτρα φυσικού καταναγκασμού».
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι μπορούν ευχερώς να παραβιάζουν συστηματικά και δημοσίως το νόμο, χωρίς συνέπειες, θέτοντας ακόμη σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα συνανθρώπων μας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ποια είναι εντέλει η «ορθή απάντηση»; Εκείνη που θα συμβάλλει να μη συζητάμε τρεις και λίγο το ίδιο θέμα. Εκείνη που δεν εξαντλείται στην αξίωση παραίτησης του Χρυσοχοΐδη, του Τόσκα του «Χ» ή του «Ψ». Εκείνη που αναζητεί λύσεις μακροπρόθεσμης διάρκειας και όχι αποσπασματικές. Συνεπώς, θα περίμενε κανείς από την αξιωματική αντιπολίτευση και κάθε άλλο πολιτικό κόμμα να ζητεί άμεσα:
α) Την αλλαγή του πειθαρχικού δικαίου των αστυνομικών. Δυστυχώς, ελάχιστες ΕΔΕ κατέληξαν στην απόδοση ευθυνών. Η πειθαρχική δίωξη κινείται είτε από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου δημοσίας τάξης είτε από την ιεραρχία της αστυνομίας, αλλά πάντοτε διεξάγεται εντός του σώματος δίχως εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Θα μπορούσε να κινείται από τον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου της υπηρεσίας του αστυνομικού οργάνου και πειθαρχική δικαιοδοσία θα ασκούσαν τα συμβούλια του πλημμελειοδικείου και του εφετείου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντίστοιχα.
Σημειωτέον ότι αυτό συμβαίνει σήμερα κατ’ εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 9 Ν. 1756/1988 όταν τα αστυνομικά όργανα αρνούνται να εκτελέσουν παραγγελίες των δικαστικών αρχών και να παρέχουν τη βοήθειά τους σ’ αυτές. Προφανώς, θα μπορούσε το ρόλο αυτό να υπηρετήσει και κάποια ανεξάρτητη αρχή, αλλά η σχέση κόστους – οφέλους συνηγορεί στη διατήρηση, τουλάχιστον στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, υφιστάμενων δομών δικαιοδοτικού και πειθαρχικού ελέγχου.
β) Την ενσωμάτωση κάμερας με λήψη ήχου στο κράνος ή στη στολή εκάστου αστυνομικού. Τούτο θα λειτουργούσε διττά. Από τη μια θα προστάτευε τον κάθε καλόπιστο αστυνομικό από άδικες επιθέσεις σε βάρος του (καθόσον η εικόνα και ο ήχος θα μπορούσαν κάλλιστα να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς του περί αναγκαιότητας χρήσης βίας) και από την άλλη θα λειτουργούσε ως μέσο αυτοπεριορισμού (καθένας όταν γνωρίζει ότι καταγράφεται είναι πιο προσεκτικός στο τι λέει και τι πράττει). Άλλωστε κάμερες υπάρχουν σήμερα ενσωματωμένες στις στολές των περισσότερων αστυνομικών του δυτικού κόσμου.
γ) Καλύτερη εκπαίδευση αστυνομικών ιδίως στην αντιμετώπιση συναφών περιστατικών
δ) Διαρκής επαναξιολόγηση και ψυχολογική υποστήριξη των αστυνομικών οργάνων. Η πίεση που δέχονται καθημερινά και οι εν γένει συνθήκες διαβίωσής τους επιβάλλουν η πολιτεία να τους παράσχει όχι μόνον υλική αρωγή αλλά και διαρκή ψυχολογική υποστήριξη.
Τα φαινόμενα αστυνομικής βίας δεν θα εκλείψουν με δελτία τύπου, ανακοινώσεις και λεκτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων. Ούτε προφανώς με παραιτήσεις υπουργών. Θα συρρικνωθούν στο ελάχιστο εάν αποφασίσουμε και εφαρμόσουμε άμεσα κάποια από τα ανωτέρω. Το ζήτημα δεν επιλύεται με λεκτικούς κορδακισμούς. Απαιτούνται θεσμικά αντίβαρα και ουσιαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες…
Πηγή: Athens Voice