Το τέλος των εμποδίων για την αντιμετώπιση της ύφεσης λόγω πανδημίας

Τα θεσμικά της οικονομίας

του Κώστα Μποτόπουλου

Οι τελευταίες πέτρες. Όχι εύκολα αλλά με τρόπο, τουλάχιστον στα χαρτιά, σαφή, ήρθησαν αυτή τη βδομάδα τα δυο τελευταία, και πολύ βασικά, εμπόδια στο δρόμο της πρακτικής αντιμετώπισης της ύφεσης λόγω πανδημίας. Το πρώτο ήταν ευρωπαϊκό: η συμφωνία επί του «Ταμείου Ανάκαμψης» και του νέου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου/προϋπολογισμού. Το δεύτερο εγχώριο: με τη δημοσιοποίηση του κυβερνητικού «Σχεδίου Ανάκαμψης» περνάμε από τις κατευθυντήριες γραμμές (Έκθεση Πισσαρίδη) στην πολιτική πράξη -η οποία, βέβαια, μένει να υλοποιηθεί.

Ως προς την ευρωπαϊκή συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης και Παρασκευής, θα έλεγα ότι ήταν πιο αναγκαία παρά αυτονόητη. Η ανάγκη να πάρουν όλες οι χώρες τα -πολλά- χρήματα που είχαν ήδη συμφωνηθεί από το καλοκαίρι υπερίσχυσε ενός θεσμικού εμποδίου –βέτο Ουγγαρίας και Πολωνίας- που θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να αποβεί αξεπέραστο.

Γιατί η εξέλιξη είναι πολλαπλώς θετική

Η εξέλιξη είναι πολλαπλώς θετική:

  • Η «ευρωπαϊκή απάντηση στην πανδημία» υλοποιείται,
  • ο κοινοτικός προϋπολογισμός αλλάζει πρόσωπο και μέγεθος,
  • το ζήτημα του κράτους δικαίου και η συνάρτηση του με τους κοινοτικούς πόρους επισημοποιείται,
  • οι λίγοι –και «κακοί»- δεν σταματούν την υπέρ της προόδου πλειοψηφία.

Φυσικά, η πρόκληση να ξαναδούμε το ποτήρι μισογεμάτο ελλοχεύει:

  • Το κράτος δικαίου πέρασε ως αρχή αλλά κουτσουρεύτηκε στην πράξη: απαιτεί προηγούμενη απόφανση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν θα μπορέσει να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το 2022,
  • η Ουγγαρία και η Πολωνία έκαναν, εντός και εκτός, επίδειξη δύναμης και, δικού τους τύπου, αλληλεγγύης,
  • ο σπόρος της διχόνοιας μπήκε πιο βαθιά από ποτέ στο μεδούλι της Ένωσης,
  • η τελική «επιτυχία» οφείλεται κυρίως σε μια σύμπτωση –την άσκηση της Προεδρίας από τη Γερμανία- και το πολιτικό βάρος ενός προσώπου –της Καγκελαρίου Μέρκελ- που σύντομα δεν θα μπορούν, ούτε η χώρα ούτε η ηγέτης της, να παίξουν άλλο το ρόλο του «απρόθυμου ισορροπιστή»,
  • ειδικά για την Ελλάδα, αυτή η συμφωνία έχει και την πικρή γεύση μιας «θυσίας» σε ένα μέτωπο που μας καίει: των κυρώσεων κατά της Τουρκίας και γενικώς της στάσης της Ένωσης απέναντι στη χώρα αυτή και στο σημερινό καθεστώς της, καθώς και την εμφάνιση ενός «περίεργου» μπλοκ χωρών (ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας) που βλέπουν το συγκεκριμένο ζήτημα με πολύ περισσότερο εμπορική παρά δικαιοπολιτική οπτική.

Μεγάλη η σημασία της συμφωνίας

Έστω κι έτσι, πάντως, η σημασία της συμφωνίας είναι μεγάλη –ιδίως για τη χώρα μας.

Γιατί η χώρα μας έχει ένα (οικονομικό) βουνό μπροστά της το 2021 και αυτό το βουνό δεν θα μπορούσε ούτε καν να το αντικρίσει χωρίς τους ευρωπαϊκούς πόρους. Δεν είναι μόνο το ύψος –ένα πρόσθετο ΕΣΠΑ- αλλά και η στιγμή –ένα ΕΣΠΑ που μπορεί να χτίσει και όχι απλώς να μπαλώσει. Από αυτήν την άποψη είναι ιδιαίτερα καλοδεχούμενη, και ασφαλώς όχι τυχαία, η δημοσιοποίηση του «ελληνικού σχεδίου για την επόμενη ημέρα», που κατατέθηκε ήδη στις Βρυξέλλες.

Ας ξεπεράσουμε κι εδώ ότι θα έπρεπε να είχε γίνει κάποια πολιτική/κοινοβουλευτική και κοινωνική/επιστημονική διαβούλευση πριν κατατεθεί –η συζήτηση, που πράγματι, έστω και άτυπα, έλαβε χώρα, επί απλών προτάσεων, όπως η Έκθεση Πισσαρίδη, αδικεί και το κυβερνητικό σχέδιο και το πολιτικό σύστημα. Κι ας κρατήσουμε ότι έχουμε στα χέρια μας και, ως χώρα, στη διάθεση μας, ένα οιονεί «κυβερνητικό πρόγραμμα», που περιλαμβάνει όχι απλώς ιδέες αλλά προτάσεις προς υλοποίηση στα δύο μεγάλα μέτωπα: επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.

Τα δύο μεγάλα μέτωπα: επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις

Επ’ αυτών, ας μου επιτραπούν οι ακόλουθες λίγες, σε αυτή τη φάση, παρατηρήσεις:

  • Η αλλαγή στη «φιλοσοφία»/δομή του προγράμματος, ιδίως μέσω της συνεκτικότητας και αλληλοσυμπλήρωσης των δράσεων, είναι θετική. Θα πρέπει να προσεχθεί, ωστόσο, ο τρόπος «πολιτικής εποπτείας» της μετάβασης «από τα λόγια στα έργα»: μέχρι στιγμής το «επιτελικό κράτος» έχει σωρεύσει αρκετή επιπλέον γραφειοκρατία και, αν είναι να προστεθεί ένα ακόμα στρώμα, και μια ακόμα εστία παραπόνων για «μπαϊπάς» και υπέρβαση νομιμοποίησης, τότε αντί για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μπορεί να έχουμε μόνο περισσότερη καθυστέρηση
  • Ο χρονισμός έχει και αυτός ιδιαίτερη σημασία. Η πρόθεση της κυβέρνησης να «ρίξει» στην αγορά ένα δις το πρώτο εξάμηνο του 2021 είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, μόνο που θα πρέπει να «δέσει» με την, ως τότε, εξειδίκευση των επιμέρους σχεδίων, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τα υπόλοιπα μέτρα που θα εκταθούν σε βάθος χρόνου
  • Οι «4 άξονες» -ψηφιακός μετασχηματισμός, πράσινη ανάπτυξη, υποδομές, δίχτυ κοινωνικής προστασίας- είναι αναμενόμενοι και σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένοι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν αρκεί, πάντως, να προβάλλουμε την «πράσινη ανάπτυξη», χωρίς «εσωτερικές» προτεραιότητες: τι είδους έργα, πού, με ποια κίνητρα, τι επιπτώσεις. Η «ψηφιοποίηση» -στο χώρο των επενδύσεων, της υγείας κλπ- είναι απαραίτητη, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια: οι δυσλειτουργίες, οι υστερήσεις, η έλλειψη φαντασίας δεν θα λυθούν με την ψηφιοποίηση, που είναι μέσο και όχι (πολιτικός) αυτοσκοπός.
  • Η δοσολογία μεταξύ των «αξόνων» είναι επίσης ζήτημα πρώτης γραμμής. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, είμαστε πολύ πίσω στη «ψηφιοποίηση», αλλά ίσως πιο πιεστικά ζητήματα είναι η κατάσταση στο χώρο της εργασίας (όχι μόνο απασχόληση αλλά και συνθήκες εργασίας) και της πρόνοιας (η αναφορά σε «εξορθολογισμό και ενίσχυση κοινωνικών επιδομάτων» είναι πολλαπλώς ανεπαρκής). Από πλευράς υποδομών, σωστή είναι η πρόταξη της Πολιτικής Προστασίας, μήπως όμως είναι ακόμα μεγαλύτερης προτεραιότητας η βελτίωση των υποδομών Υγείας και Παιδείας (για τις οποίες το «πρόγραμμα» δεν σιωπά αλλά παραπέμπει στο μέλλον); Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα –και αναφέρονται εδώ ως υπαρκτά, όχι ως άλυτα ζητήματα
  • Η ενδιαφέρουσα εξειδίκευση μέτρων για την αντιμετώπιση πιο «τεχνικών» οικονομικών προβλημάτων, όπως οι κακοπληρωτές, τα κόκκινα δάνεια, η απορρόφηση επενδύσεων χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο ενδυνάμωση θεσμών και μηχανισμών, παρά προσθήκη νέων οργάνων (Γραφείων, «παρατηρητηρίων» κλπ).

Το σημαντικό βήμα πάντως έγινε και ο δρόμος είναι μπροστά μας. Θα περιμένουμε -με κριτική ματιά κι επίγνωση ότι, όπως είπε ένας μεγάλος Βρετανός πολιτικός (Μακ Μίλαν), μοχλός των πάντως είναι τα γεγονότα και όχι τα σχέδια, και, όπως ευχήθηκε –ευχή και κατάρα- ένας ακόμα μεγαλύτερος Γάλλος ηγέτης (Μιτεράν), «οι δυσκολίες μόλις τώρα αρχίζουν».

  • Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο.

 

 

ανάπτυξηΕπενδύσειςμεταρρυθμίσειςοικονομίαΎφεση