της Αγγελικής Μπουρσινού
Κάθε πρωί η ίδια εικόνα με ελάχιστες μόνο παραλλαγές. Πρωινό ξύπνημα, σύνδεση με την πραγματικότητα, ενεργοποίηση όλων των απαραίτητων αντανακλαστικών και ανάγκη ικανοποίησης της «δίψας» περί του τι έχει συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή στον κόσμο. Άνθρωπος ον φύσει πολιτικό-κοινωνικό, με σύνθετη πνευματική δομή και τα σχετικά. Στην προσπάθεια αυτή για ικανοποίηση της «περιέργειάς» μας, άρχισαν να κάνουν αισθητή την εμφάνισή τους ορισμένα εμπόδια.
Βρισκόμαστε εδώ και έναν μήνα σε καθεστώς καθολικών απαγορεύσεων και περιορισμού μετακινήσεων. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πλειονότητας των συμπολιτών μας βρίσκεται η πορεία της πανδημίας στη χώρα μας καθώς και όλες οι προεκτάσεις του εν λόγω ζητήματος, όπως οι οικονομικές επιπτώσεις της, η συμβολή του εμβολιασμού στην αναχαίτισή της κ.λ.π. Το αναμενόμενο επομένως θα ήταν στον Τύπο, ηλεκτρονικό και έντυπο, η θεματολογία να επικεντρώνεται ακριβώς σε ζητήματα που κινούνται σε αυτό το μήκος κύματος.
Αντ’ αυτού, η ενασχόληση με το φλέγον ζήτημα της πανδημίας φαίνεται σταδιακά να συρρικνώνεται, «παραχωρώντας» τη θέση της σε έναν ιδιόμορφο «πολιτικό» διάλογο που εκτυλίσσεται μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Δεν πρόκειται για πραγματικότητα των τελευταίων ημερών και ούτε φυσικά θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Αναρριχάται εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα, κάθε φορά επί άλλης θεματικής βάσης, έχοντας -συνήθως- κοινό παρονομαστή: Τη δημιουργία εντυπώσεων δια μιας λαϊκίστικης και αμφιβόλου ποιότητας οδού.
Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται πλέον η αντιπαράθεση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ επί ζητημάτων όπως το αίτημα της μείζονος αντιπολίτευσης να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της επιτροπής των ειδικών, με τον ισχυρισμό ότι υπάρχει διπλό μητρώο καταγραφής κρουσμάτων, την παρουσία του κ. Μητσοτάκη και της συζύγου του στην Πάρνηθα χωρίς μάσκα και τη «βίλα» του κ. Τσίπρα στο Σούνιο. Για να μην μιλήσω για την οξεία διαμάχη με φόντο τις ενέργειες των αστυνομικών αρχών κατά την επέτειο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Πρόκειται για θέμα πολυδιάστατο που από μόνο θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο ακόμη και ολόκληρου τόμου.
Γρήγορα λοιπόν αντελήφθην ότι πράγματι δεν πρόκειται για μια προσωπική καχύποπτη εκδοχή της πραγματικότητας. Το «θέατρο του παραλόγου» στο οποίο είμαστε θεατές κατά το τρέχον διάστημα ήρθαν να επιβεβαιώσουν βασικότατες απορίες ατόμων του οικείου περιβάλλοντός μου όσον αφορά πρωταρχικής σημασίας ζητήματα. Κλήθηκα να απαντήσω π.χ στο ποιες ενέργειες θα πρέπει να γίνουν προκειμένου κάποιος να λάβει την αποζημίωση ειδικού σκοπού, αλλά αν ρωτούσα το ίδιο άτομο τι γνωρίζει για τα παραπάνω θέματα αντιπαράθεσης, βάζω και το χέρι μου στη φωτιά ότι θα με διαφώτιζε ακόμη και ως προς την τελευταία παρασκηνιακή λεπτομέρεια.
Η εμμονική έμφαση που έχει δοθεί από τα δύο πολιτικά «στρατόπεδα» στα επουσιώδη αυτά ζητήματα ,συγκρινόμενα πάντα το με το «τέρας» της πανδημίας, και η προβολή που αυτά έχουν λάβει, όχι μόνο υποβιβάζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς αλλά αποσυντονίζουν και υποτιμούν τη νοημοσύνη τον πολίτη . Αυτό δεν αποτελεί φαινόμενο των καιρών μας. Ανέκαθεν οι πολιτικές δυνάμεις γνώριζαν καλά το παιχνίδι της επικοινωνίας. Τα λεκτικά τεχνάσματα πάντοτε είχαν εξαιρετική απήχηση τους ψηφοφόρους. Κάπως έτσι ο ευτελισμός του πολιτικού λόγου των κομμάτων έφτασε πλέον να αποτελεί δομικό στοιχείο της αντιπαράθεσης.
Μόνο μου τώρα βρισκόμαστε ενώπιον μιας απολύτως έκτακτης συνθήκης όπου παιδαριώδεις ενέργειες, εξαπόλυση άσκοπων πυρών και εκατέρωθεν προσπάθειες συμψηφισμού πολιτικών σφαλμάτων απαγορεύονται δια ροπάλου.
Σαφώς και δεν τάσσομαι υπέρ της άσκησης μιας μονοδιάστατης πολιτικής, η οποία παρουσιάζει δυσανεξία στον αντιπολιτευτικό διάλογο. Θεωρώ όμως εξίσου αδιανόητο στην «αρένα» του πολιτικού διαλόγου να σύρονται πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος πολιτικών και προσωπικά τους στοιχεία, τα οποία κανένα ουσιαστικό πρόβλημα δεν επιλύουν και σε τελική ανάλυση κανέναν δεν αφορούν. Πρόκειται για συμπεριφορές που ενέχουν το στοιχείο της ανηθικότητας και μαρτυρούν έλλειψη ουσιαστικής επιχειρηματολογίας.
Την τεράστια δόση ενέργειας που οι δύο πολιτικές παρατάξεις διοχετεύουν σε αυτή την αντιπαράθεση, την οποία συνειδητά δεν χαρακτηρίζω πολιτική, θα ήταν προτιμότερο να την εξαντλήσουν στην σύνθεση ενός αποτελεσματικού σχεδίου αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας. Στη χάραξη δηλαδή μιας ενιαίας πολιτικής στο επίκεντρο της οποία θα βρίσκεται ο πολίτης και οι ανάγκες του.
Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι αντιπολιτευτικές φωνές πράγματι έχουν θέση. Μόνο που θα πρέπει να είναι εποικοδομητικές και όχι άκριτα καταγγελτικές. Δεν θα πρέπει δηλαδή να εκμηδενίζεται συλλήβδην η κυβερνητική προσπάθεια. Το θεωρώ εξαιρετικά άδικο και άστοχο. Το κυβερνών κόμμα με τη σειρά του θα πρέπει να είναι δεκτικό στον Κοινοβουλευτικό Έλεγχο και τις προτάσεις της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης. Οτιδήποτε κινείται, τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκτός του πεδίου αυτού δηλώνει φόβο, υπεκφυγή και απουσία ρεαλιστικού σχεδιασμού. Αμφότερες οι πλευρές καλούνται να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση. Προκειμένου να λάβει χώρα ένας παραγωγικός πολιτικός διάλογος, πρέπει καταρχάς ο λόγος να έχει περιεχόμενο πολιτικό. Στον επίκεντρο του να βρίσκεται δηλαδή η ανταλλαγή απόψεων και θέσεων για τη χάραξη πολιτικών σχεδιασμών νομοθετικού ή μη χαρακτήρα. Πάντα θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο πολιτικός λόγος δεν είναι απλώς μορφή έκφρασης πολιτικών θέσεων. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού γίγνεσθαι. Ως τέτοιος δεν θα πρέπει να υποβιβάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς ούτε να αντιμετωπίζει τον πολίτη σαν «καταναλωτή».
Προς το παρόν, σε μεγάλο βαθμό, ο πολιτικός λόγος- και κατ’ επέκταση ο πολιτικός διάλογος- φαίνεται να έχει διασπαστική χροιά. Έρχονται στο νου μου εικόνες προεκλογικής περιόδου, όπου ο λόγος αυτού του είδους μοιραία χάνει το αυστηρά πολιτικό του περιεχόμενο. Και φτάνουμε στο σημείο να αντιληφθούμε ότι όχι μόνο χάθηκε το δάσος, δηλαδή η προσήλωση στο γιγαντιαίο πρόβλημα της πανδημίας, αλλά η ενασχόληση με τόσο επουσιώδη θέματα εξαφάνισε και το δέντρο που βλέπαμε αρχικά (μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή πολιτική αντιπαράθεση). Σε ποιον άραγε αξίζει και ποιον εκφράζει αυτή η πραγματικότητα;