της Νικόλ Λειβαδάρη
«Η εκλογή του «Joe Bidenopoulos» – όπως κάποτε συστήθηκε ο Τζό Μπάιντεν σε μια ομάδα Ελληνοαμερικανών – ακούγεται ως μελωδία στα αυτιά Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων που αναζητούν ισχυρότερη υποστήριξη από τις ΗΠΑ στις διαφορές τους με την Τουρκία.
Ωστόσο, παρά την σκληρή ρητορική του Μπάιντεν εναντίον της, η Τουρκία παραμένει σημαντικό κράτος σε αυτήν τη στρατηγικά ζωτικής σημασίας περιοχή», γράφει το Foreign Policy ανοίγοντας το κεφάλαιο των μεγάλων γεωπολιτικών προκλήσεων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο νέος αμερικανός πρόεδρος.
Και δείχνει, ως μία από αυτές τις προκλήσεις το σύνθετο πλέγμα που διαμορφώνουν οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, το παράλληλο μέτωπο στα ελληντουρκικά και η αποσταθεροποιητική δραστηριότητα της Τουρκίας στην Μεσόγειο.
Η πρόκληση της Μεσογείου ανοίγει για τον Τζο Μπάιντεν
«Τον Ιανουάριο», επισημαίνεται στην ανάλυση του Foreign Policy, «όταν πρόκειται να αναλάβει τα καθήκοντά του, ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να σταθμίσει μια σειρά από συμφέροντα για την πλοήγησή του στη θάλασσα των προβλημάτων της ανατολικής Μεσογείου – και η αντιπαράθεση με την Άγκυρα μπορεί να μην είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητά του.
Την τελευταία φορά που η Τουρκία και η Ελλάδα σχεδόν συγκρούστηκαν, στην υπόθεση των Ιμίων, δύο ακατοίκητων νησίδων στο Βόρειο Αιγαίο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον έστειλε αμερικανικά πολεμικά πλοία για να διαχωρίσουν τους αντιμαχόμενους.
Κατά την διακυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η Αμερική «δεν ήταν εποικοδομητική για την εκτόνωση της άμεσης κρίσης» στα θαλάσσια σύνορα, δήλωσε η Εκάβη Αθανασοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από την πλευρά του ο Μαρκ Πιερίνι, επισκέπτης μελετητής στο Carnegie Europe, προσθέτει λέγοντας ότι επί Τραμπ «ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν μειωμένος».
Ο Μπάιντεν, από την άλλη πλευρά, γνωρίζει καλά την περιοχή και τους ηγέτες της από την εποχή της θητείας του ως αντιπροέδρου και τις επίσημες επισκέψεις του στην Άγκυρα, την Αθήνα και τη Λευκωσία. Και σε αντίθεση με τον Τραμπ, δεν μοιράζεται στενή σχέση με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το αντίθετο: Στο παρελθόν, ο Μπάιντεν δεν έκρυψε την εχθρότητά του προς την τρέχουσα τουρκική κυβέρνηση, όπως και την υποστήριξή του προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Ενώ ο Τραμπ πόνταρε στη φιλία του με τον Ερντογάν, ο Μπάιντεν τον χαρακτήρισε «μονάρχη» ο οποίος, όπως είπε στους New York Times σε συνέντευξη τον περασμένο Δεκέμβριο, «πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα».
Θα είναι ο πρόεδρος Μπάιντεν ίδιος με τον υποψήφιο Μπάιντεν;
Ο Μπάιντεν δεν είναι μόνος του στα συναισθήματά του. Η ανησυχία στην Ουάσινγκτον για την Τουρκία έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλα τα πολιτικά επίπεδα. Ακόμα κι έτσι όμως, «ο Πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να μην είναι ακριβώς ο ίδιος με τον υποψήφιο Μπάιντεν», λέει ο Σονερ Καγκαπτέι, διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Ινστιτούτο της Ουάσινγκτον για την Εγγύς Ανατολή.
«Η Τουρκία συνορεύει με τη Συρία, το Ιράν, το Ιράκ και, πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα, τη Ρωσία. Όποια κι αν είναι η πολιτική των ΗΠΑ σε αυτά τα μέρη, θα είναι πολύ πιο εύκολο και λιγότερο δαπανηρό να εφαρμοστεί με την Τουρκία σύμμαχό της.»
Τα προβλήματα της περιοχής αποτελούνται από μια σειρά αλληλένδετων διαφορών, οι οποίες έχουν την Τουρκία ως κοινό παρονομαστή, καθώς η Άγκυρα επιδιώκει να αμφισβητήσει αυτό που βλέπει ως άδικο περιφερειακό Status Quo. «Η Τουρκία αισθάνεται ότι είναι εγκλωβισμένη στην Ανατολική Μεσόγειο», δηλώνει ο Κάγκαπτέι…
Αν και υπάρχει ευρεία προσδοκία στην περιοχή ότι μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα φέρει νέες πρωτοβουλίες και δέσμευση για άρση του αδιεξόδου, η αντιμετώπιση αυτών των διασυνδεδεμένων ζητημάτων δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Στο Αιγαίο, όπου η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν ακόμη πιο αμφισβητούμενες εδαφικές αξιώσεις, «ο Μπάιντεν θέλει αποκλιμάκωση και δεν θα εκπλαγώ αν μια από τις πρώτες του κλήσεις θα είναι προς τον Ερντογάν να του ζητήσει να βοηθήσει με αυτό » ,λέει και πάλι ο Κάγκαπτέι.
“Ο Μπάιντεν θα στραφεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση”
Σε αντίθεση με τον Τραμπ όμως, ο Μπάιντεν δεν θα μπορεί να βασίζεται σε καμία προσωπική σχέση με τον Ερντογάν για να το κάνει αυτό. Το πιο πιθανό να συνεργαστεί με πολυμερείς οργανισμούς για να ωθήσει την αλλαγή. «Ο Μπάιντεν θα δώσει πολύ μεγαλύτερο βάρος από τον Τραμπ σε συμμαχίες και θεσμούς», δηλώνει ο Ίαν Λιγέρ, αντιπρόεδρος του German Marshall Fund.
Συγκεκριμένα, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα κοιτάξει προς την Ευρωπαική Ένωση, δεδομένου ότι η Κύπρος και η Ελλάδα είναι και τα δύο κράτη μέλη της ΕΕ.
«Όπως συνέβη και επί προέδρου Ομπάμα», επισημαίνει ο Σινάν Ουλγκέν, επισκέπτης μελετητής στο Carnegie Europe στις Βρυξέλλες, «οι ΗΠΑ αναμένουν από την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο, ιδίως στην ανατολική Μεσόγειο, όπου η διαφωνία είναι, τελικά, μεταξύ Τουρκίας και δύο κρατών μελών της ΕΕ. »
Εν τω μεταξύ, «η Τουρκία θα επαναξιολογήσει επίσης την εξωτερική της πολιτική λαμβάνοντας υπόψη την αλλαγή στον Λευκό Οίκο», εκτιμά. «Αυτό θα σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας δύσκολος, αλλά πιο ανοιχτός διάλογος μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας σχετικά με μια σειρά μεταξύ τους διαφορών.
Οι διαφορές αυτές ξεκινούν από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας και φθάνουν στην αγορά των ρωσικών πυραύλων S400 και την απειλή για κυρώσεις από τις ΗΠΑ – γεγονός που σημαίνει ότι «θα μπορούσε να υπάρξει κάποια νέα αναταραχή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις», λέει ο Ούλγκεν.
Μια τέτοια αναταραχή, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια αντί επί Μπάιντεν να επιλυθούν τα προβλήματα της περιοχής, να μεταφερθούν όλα τα ανοικτά ΗΠΑ-Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο».