της Δάφνης Γρηγοριάδη
Μειώθηκαν κατά 12,4% τα καθαρά έσοδα του κράτους τη στιγμή που η πραγματική οικονομία “βράζει” … Στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2020 παρουσιάζοντας μείωση κατά 4,722 δισ. ευρώ.
Η μείωση οφείλεται: Στις αναστολές πληρωμών αλλά και στην αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων η πληρωμή των οποίων δεν έχει ανασταλεί. Μεγάλη είναι η πτώση εσόδων κυρίως από τον ΦΠΑ και τον ΕΝΦΙΑ, δυο συμπληρωματικών φόρων.
Όσον αφορά στον ΕΝΦΙΑ: Τους επόμενους μήνες, αναμένουμε αύξηση των εισπράξεων εξαιτίας της φορολόγησης των αδήλωτων μέχρι πρόσφατα τετραγωνικών για τα οποία οι ιδιοκτήτες θα πληρώσουν αναδρομικό ΕΝΦΙΑ για τα έτη 2015-2019. Από την στιγμή που δεν είχαν δηλωθεί, το κράτος έκρινε ότι θα πρέπει να καταβάλουν αναδρομικά ύψος των φόρων γεγονός που εξυπηρετεί και την τόνωση των κρατικών ταμείων.
Το τοπίο παραμένει θολό και στο κομμάτι των τραπεζικών δανείων
Πέρα από την αδυναμία πληρωμών των φορολογικών υποχρεώσεων, η πραγματική οικονομία βράζει. Με το 60% των επιχειρήσεων να έχει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και έναν στους τέσσερις ιδιώτες επίσης. Παραπάνω από τους μισούς που εντάσσονται σε κάποια ρύθμιση ξανα-“κοκκινίζουν” εντός ενός τριμήνου.
Εκτός από μειωμένα έσοδα η χώρα έχει και αυξημένα έξοδα: Τόσο για την στήριξη της οικονομίας και των πολιτών όσο και για την ενίσχυση του περίφημου μαξιλαριού ρευστότητας. Πριν μερικές μέρες η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε αύξηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας στο 187,4% γεγονός αναμενόμενο. Παρά το γεγονός αυτό, μια μέρα μετά οι οίκοι αξιολόγησης S&P και DBRS διατήρησαν σταθερές τις αξιολογήσεις τους για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Θεωρούν δηλαδή πως το δημόσιο χρέος μας παρά το γεγονός ότι έχει αυξητική τάση (εξαιτίας του κορωνοϊού) εξακολουθεί να θεωρείται βιώσιμο.
Ένα νόμισμα με δυο όψεις: Από την μια, οι Ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αποκλιμακώνονται συνεχώς και είναι οι θελκτικότεροι στην Ευρώπη λόγω της ένταξης μας στην έκτακτη ποσοτική χαλάρωση. Από την άλλη, τα κρατικά έσοδα μειώνονται, η κατανάλωση υποχωρεί και η αποταμίευση αυξάνεται.