της Αγγελικής Σπανού
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η απόφαση για υποχρεωτική χρήση μάσκας στα σχολεία, ξεκίνησε ένα debate: Πρέπει να είναι δωρεάν ή όχι; Και όταν αποφασίστηκε να είναι δωρεάν, άρχισε άλλη συζήτηση: Στα δημόσια ή και στα ιδιωτικά σχολεία; Ειπώθηκε σε όλα, στην πράξη και σιωπηρά μόνο στα δημόσια, αλλά έτσι κι αλλιώς το θέμα αυτό ξεχάστηκε γιατί προέκυψε άλλο: Θα προλάβουν ή όχι; Θα είναι οι μάσκες στα σχολεία με το πρώτο κουδούνι;
Πρόλαβαν, αλλά οι μαθητές παρέλαβαν λάθος μάσκες: Υπερμεγέθεις και κακοφτιαγμένες, ιδανικές μόνο για χιουμοριστικές αναρτήσεις στα social media. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα θορυβώδες blame game που δεν κατέληξε σε λογοδοσία ούτε σε κυρώσεις. Όπως συνήθως συμβαίνει, φταίνε όλοι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και τελικά δεν φταίει κανείς.
Τι μένει απ όλα αυτά; Ότι και τα πιο απλά γίνονται δύσκολα όταν οι κανόνες δεν είναι καθαροί και η ανάληψη ευθύνης δεν είναι προφανής. Πώς επελέγη η εταιρεία παραγωγής, γιατί δόθηκαν λάθος προδιαγραφές, γιατί δεν ελέγχθηκε το προϊόν πριν παραδοθεί, θα πληρωθεί η εταιρεία για την κακή δουλειά που έκανε, προβλέφθηκε ρήτρα ακύρωσης της πληρωμής σε περίπτωση λάθους, πρόκειται για λάθος της εταιρείας ή του εντολέα, θα υποστεί κανείς κυρώσεις για το φιάσκο;
Για τα παιδιά το μήνυμα είναι ότι το μπάχαλο αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας και επομένως οι μάσκες των μαθητών δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλης κοινωνικής αποδοχής κυβέρνηση την ώρα που διαχειρίζεται σοβαρές κρίσεις (υγειονομική, οικονομική, ελληνοτουρκική, προσφυγική) σκουντουφλάει στις μαθητικές μάσκες ενισχύοντας τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στην αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα του κράτους.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν λόγους να χαίρονται. Το φιάσκο αναδείχθηκε χάρη στην κοινωνία των πολιτών στα social media, όχι χάρη στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πέρα από το ότι ο συνειρμός “σκέψου να ήταν στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ” αντέχει ακόμη.