του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΣΙΛΙΩΤΗ*
Όπως όλοι οι θεσμοί στην Ελλάδα έτσι και αυτός του πανεπιστημιακού ασύλου όχι μόνο έχει παρεξηγηθεί αλλά και έχει ευτελισθεί. Η δε εφαρμογή του τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στον βιασμό της κοινής λογικής, η οποία δυστυχώς στην χώρα μας πολλές φορές αποτελεί αγαθό εν ανεπαρκεία.
Ο θεσμός του ασύλου αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας για τους χρήστες του Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, κυρίως Διδακτικού Προσωπικού και φοιτητών ως ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας και της διακίνησης των ιδεών, χωρίς την παρέμβαση της όποιας κρατικής αρχής και βεβαίως και της αστυνομικής, η οποία θα μπορούσε να περιορίσει ή να διακινδυνεύσει αυτές τις ελευθερίες. Οι εγγυήσεις που παρέσχε η Πολιτεία ιδιαίτερα διά του συνταγματικώς κατοχυρωμένου στο άρθρο 16 Σ αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων ήταν προς αυτήν την κατεύθυνση, αφήνοντας τα λοιπά στον κοινό νομοθέτη. Εν συνεχεία ήρθε ο Ν. 1268/1982 (νόμος πλαίσιο) που απαγόρευσε καταρχήν την παρέμβαση της αστυνομικής αρχής και την επέτρεψε υπό αυστηρές προϋποθέσεις, αφήνοντας την ευθύνη στην ακαδημαϊκή κοινότητα μέσα από πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες που ουσιαστικά καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη την αστυνομική παρέμβαση. Ακόμα κι όταν ο νόμος πρόβλεψε την αυτεπάγγελτη παρέμβαση της αστυνομικής αρχής πάλι υπό αυστηρές προϋποθέσεις η τελευταία υπό το βάρος του πολιτικού κόστους δεν τόλμησε να παρέμβει και σε περιπτώσεις που ακόμα κι αυτές οι αυστηρές προϋποθέσεις πληρούντο
Ο λόγος είναι ότι το πανεπιστημιακό άσυλο στην χώρα μας αναγορεύθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης σε απόλυτο άβατο – ταμπού που η παραβίασή του οδηγούσε σε οδυνηρές συνέπειες για όποιον πανεπιστημιακό παράγοντα συναινούσε στην άρση του (βλ. την περίπτωση του τότε Πρύτανη του ΕΚΠΑ Καθηγητή Νομικής Μιχάλη Σταθόπουλου το 1985 όταν υπό το βάρος καταστροφών και λεηλασιών με βαρύτατους τραυματισμούς και κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών στο τότε Χημείο συνήνεσε στην άρση του ασύλου με αποτέλεσμα να διαπομπευθεί ως ο «Πρύτανης των ΜΑΤ») και σε πολιτικό κόστος για κάθε κυβέρνηση που θα τολμούσε να διατάξει την αυτεπάγγελτη άρση του διά της αστυνομικής παρέμβασης ακόμη κι όταν διαπράττονταν αυτόφωρα κακουργήματα εντός των χώρων των Πανεπιστημίων, προϋπόθεση που επέτρεπε στην Αστυνομία να παρέμβει χωρίς άδεια.
Με αυτά και μ’ εκείνα διαμορφώθηκε στην χώρα μας κυρίως από την Αριστερά, με εν μέρει συνευθύνη και της Δεξιάς που δεν τόλμησε να αντιταχθεί αποτελεσματικά σε αυτή, μία πανεπιστημιακή «κουλτούρα» (στην πραγματικότητα υποκουλτούρα) που στο όνομα του ασύλου και της δήθεν «ακαδημαϊκής ελευθερίας» είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Τον τραμπουκισμό με ματαίωση ή βίαιη διακοπή συνεδριάσεων πανεπιστημιακών οργάνων και εκδηλώσεων που δεν άρεσαν σε οργανωμένες μειοψηφίες της άκρας Αριστεράς. Τον εγκλεισμό μελών ΔΕΠ στα γραφεία τους με παράνομη κατακράτηση. Τον ξυλοδαρμό (πολλές φορές και άγριο) και προπηλακισμό πανεπιστημιακών Καθηγητών που εξεδήλωναν την διαφωνία τους στις πρακτικές αυτών των τραμπούκικων μειοψηφιών. Τις φθορές και καταστροφές των δημοσίων και κοινοχρήστων χώρων είτε με την αναγραφή συνθημάτων και γκράφιτις στους τοίχους είτε του υλικοτεχνικού εξοπλισμού των Ιδρυμάτων ακόμη και ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας αντικειμένων από πυρκαϊές όπως στο ΕΜΠ το 1995 και στην Νομική Αθηνών το 2008. Την προμήθεια και διακίνηση (όχι των ιδεών όπως θα έπρεπε αλλά) ναρκωτικών ουσιών. Την κατασκευή και μεταφορά αυτοσχέδιων οπλικών αντικειμένων (βόμβες μολότωφ, κοντάρια, ρόπαλα, λοστοί, μάρμαρα, πέτρες κ.α.) τα οποία χρησιμοποιούντο είτε από ταραχοποιά στοιχεία σε διαδηλώσεις και άλλου είδους μαζικές εκδηλώσεις είτε και από τρομοκράτες για να διαπράττονται τρομοκρατικές ενέργειες. Την χρησιμοποίηση των πανεπιστημιακών χώρων ως ορμητηρίων για την διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων αλλά και ως καταφύγιο για την προστασία των εγκληματιών που διέπρατταν τα εγκλήματα αυτά σε εξωτερικούς χώρους. Την δημιουργία χώρων ελεύθερου παραεμπορίου με των λαθραία πώληση προϊόντων κυρίως από αλλοδαπούς λαθροπωλητές. Θα μπορούσα να απαριθμήσω και άλλα γεγονότα και καταστάσεις, δεν επαρκεί ο χώρος αφενός αλλά και αφετέρου δεν χρειάζεται για να καταδειχθεί ότι οι χώροι των ΑΕΙ στην χώρα μας και κυρίως το ΕΜΠ, το ΟΠΑ και η Νομική Αθηνών στην Αθήνα και το ΑΠΘ στην Θεσσαλονίκη είχαν καταστεί συλλήβδην χώροι ανομίας και ατιμωρησίας, χώροι που η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών είχε κατά τραγικό τρόπο δώσει την θέση της στην εγκληματικότητα, την βία και το παραεμπόριο.
Σε όλα τα παραπάνω απαράδεκτα γεγονότα και καταστάσεις οι απαντήσεις που έδινε η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντροαριστεράς μέχρι το 2011 και υπό την αδυναμία της Κεντροδεξιάς να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά, δεν ήταν βέβαια η αμφισβήτηση των προφανών, αλλά ότι για ό,τι κακό συμβαίνει στα Πανεπιστήμια η Πανεπιστημιακή κοινότητα και το (εσχάτως) «ρωμαλέο» φοιτητικό κίνημα είναι αυτοί που θα έπρεπε να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να αντιμετωπίσουν τα παραπάνω νοσηρά φαινόμενα χωρίς παρεμβάσεις έξωθεν. Αυτή την επωδό θυμάμαι από την δεκαετία του 80 όταν ήμουν φοιτητής να επαναλαμβάνει στερεότυπα η Αριστερά, τα ίδια ακριβώς λέει και σήμερα υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που σε όλες αυτές τις δεκαετίες ούτε η Πανεπιστημιακή κοινότητα, ούτε το «ρωμαλέο» φοιτητικό κίνημα ανέλαβαν τέτοιες πρωτοβουλίες, άλλωστε από ένα σημείο και μετά δεν είναι το καθήκον τους, και, όπως προαναφέρθηκε, όσοι τόλμησαν λοιδορήθηκαν και προπηλακίστηκαν με αποτέλεσμα αυτή η άθλια κατάσταση να διαιωνίζεται. Η κατάσταση αυτή συν τοις άλλοις κοστίζει όχι μόνο σε γνώση και μόρφωση που δεν παρέχεται υπό το καθεστώς των παραπάνω συνθηκών αλλά και οικονομικά στον κάθε Έλληνα φορολογούμενο που πληρώνει κάθε φορά τα σπασμένα. Σε αυτή την περίπτωση η Πολιτεία διά της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας όχι απλά δικαιούται αλλά πολύ περισσότερο οφείλει να παρέμβει αφενός για να διαφυλάξει τα ως άνω αγαθά (ακαδημαϊκή ελευθερία, δημόσια περιουσία) αφετέρου να προστατεύσει τον Έλληνα φορολογούμενο.
Από την δεκαετία του 2000 και εντεύθεν έγιναν δύο νομοθετικές προσπάθειες περιορισμού έως και κατάργησης του ασύλου με την παραπάνω ασύδοτη και αντιακαδημαϊκή μορφή: Η μία με το Ν. 3549/2007 («νόμος Γιαννάκου») και η άλλη με το Ν. 4009/2011 («νόμος Διαμαντοπούλου»). Η οπισθοδρομική παρέμβαση του Ν. 4485/2017 («νόμος Γαβρόγλου») που επανέφερε την κατάσταση στο προηγούμενο καθεστώς ασύδοτης χρήσης και κατάχρησης του ασύλου και η υποτροπή της κατάστασης τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ανάγκασε τη ΝΔ επιτέλους να θέσει το θέμα της κατάργησης του ασύδοτου και ανορθολογικού ασύλου επιτακτικά προεκλογικά ως μείζονα προεκλογική δέσμευση, την οποία υλοποίησε με τον πρόσφατο «νόμο Κεραμέως». Οι αριστερές και ακροαριστερές φωνές επανέρχονται με την ίδια κουραστική επωδό, επικρίνοντας τον νόμο, διανθίζοντάς την αυτή την φορά με επιχειρήματα μεταξύ άλλων περί δήθεν «νεοφιλελευθερισμού» (sic), «φασισμού» (sic) και δόγματος «νόμου και τάξης» από την Κυβέρνηση. Τα επιχειρήματα αυτά είναι όχι μόνο αστεία αλλά και επικίνδυνα για την Δημοκρατία. Καταρχάς ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομική ιδεολογία στο μέτρο που υπάρχει ιδεολογία με αυτό τον όρο δεν έχει καμία σχέση με το άσυλο. Όσον αφορά δε τα περί αντίθεσης στην Δημοκρατία της νέας ρύθμισης, μάλλον περιφρόνηση προς την Δημοκρατία δείχνουν αυτοί που την επικαλούνται όταν περιφρονούν την βούληση του ελληνικού λαού που επικρότησε διά της ψήφου του την προεκλογική δέσμευση περί κατάργησης αυτής της μορφής του ασύλου και την ευρεία πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο που έκανε νομοθετικά πράξη αυτή την δέσμευση. Τέλος, το δόγμα νόμος και τάξη θα έπρεπε να κυριαρχεί στις αντιλήψεις όλων όσων πιστεύουν στην Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, διότι οι αρχές αυτές δεν έχουν καμία αξία σε καθεστώς ανομίας και ατιμωρησίας.
Επιτέλους, ας καταλάβουμε ότι πέραν των νομικών και πολιτικών παραμέτρων της συζήτησης για το άσυλο, το ζήτημα έχει και την πολιτισμική της παράμετρο. Δεν μπορεί να πηγαίνουμε στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης (Βόρειας και Νότιας, Δυτικής και κυρίως Ανατολικής), της Βόρειας Αμερικής ακόμη και της Ασίας και της Αφρικής και να βλέπουμε Πανεπιστημιακούς χώρους που προσομοιάζουν είτε σε ναούς είτε σε μουσεία και να τα συγκρίνουμε με τα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, της κουρελαρίας, του παραεμπορίου, της βίας και της ανομίας, καταστάσεις που ίσως με Πανεπιστήμια κάποιων χωρών της Λατινικής Αμερικής μπορούν να συγκριθούν. Έχουμε χρέος να σταματήσουμε αυτήν την κατάθλιψη και απογοήτευση που νιώθουμε από αυτή την σύγκριση. Ο νομοθέτης τόλμησε. Ας τολμήσουμε όλοι (οι περισσότεροι) που συμφωνούμε με αυτόν.
*Ο Χαράλαμπς Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου