Του Φοίβου Καρζή
Πολύ πριν εκδηλωθεί η ελληνική κρίση, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Κώστας Σημίτης προέβλεπε το τέλος της πολυσυλλεκτικής πολιτικής και των κομμάτων που την εξέφραζαν. Τότε ακόμη κανείς δεν υποψιαζόταν τι μπορούσε να μας βρει. Ήταν μια προαναγγελία της παρακμής του ιστορικού δικομματισμού, που στηριζόταν σε μεγάλους, ευρύχωρους πολιτικούς φορείς που μπορούσαν να φιλοξενήσουν στην εκλογική τους αγκαλιά, αλλά και στην πολιτική τους εμβέλεια, διαφορετικά και συχνά αντιφατικά ιδεολογικά ρεύματα. Ο δικομματισμός, θεμελιωμένος στην πολυσυλλεκτικότητα, υπήρξε η σταθερή εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, υπήρξε δηλαδή ο εγγυητής της μακρότερης περιόδου πολιτικής σταθερότητας στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός στηρίχτηκε στο εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (και αργότερα της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος), αλλά όχι μόνον. Εξίσου σημαντική ήταν η ικανότητα των ηγετών των κομμάτων, από τους δημιουργούς μέχρι τους συνεχιστές τους, να οργανώνουν την αφομοίωση της διαφορετικότητας. Για τους ιστορικούς ηγέτες, η λύση της αντίφασης βρισκόταν στην ταύτιση του κόμματος με τον ιδρυτή του και η άμεση αναφορά στον ίδιο, αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου αποκαλούσε «αδιαμεσολάβητη σχέση» με το λαό.
Η διατύπωση αυτή υποτιμά τη σημασία που είχε η ίδια η δομή των δύο μεγάλων κομμάτων και το γαλβάνισμα των μηχανισμών τους, όπως και των μεσοανώτερων στελεχών, στην ιδέα της συνύπαρξης ρευμάτων και τάσεων, έστω και χωρίς να πάρουν ποτέ την τυπική μορφή πολυτασικού κόμματος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το πέτυχε με τη «διεύρυνση» του 1977, που οδήγησε στην ένταξη σημαντικών στελεχών της προδικτατορικής και μεταδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, καταβάλλοντας ένα βραχυχρόνιο κόστος με την δημιουργία του πρώτου αξιοσημείωτου ακροδεξιού σχηματισμού στην Ελλάδα μετά το 1974, της Εθνικής Παράταξης. Ακόμη περισσότερο, ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκρότησε το ρεύμα εξουσίας του ΠΑΣΟΚ την ίδια εποχή συστεγάζοντας από παραδοσιακούς κεντρώους μέχρι και μια μικρή τροτσκιστική ομάδα, περνώντας από τη γενιά του Πολυτεχνείου, το ριζοσπαστικό σοσιαλισμό και την ανομολόγητη τότε σοσιαλδημοκρατία.
Για τους διαδόχους τους ήταν μια δύσκολα διαχειρίσιμη κληρονομιά. Η περίοδος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος επί Σημίτη ταλαιπωρήθηκε από τον κομματικό δυϊσμό και τη διαρκή σύγκρουση, έκδηλη και διακηρυγμένη, σε κάθε ευκαιρία κομματικής διαδικασίας. Και ο Κώστας Καραμανλής διέγραψε Σουφλιά και Μάνο, για να υποδεχθεί ξανά αργότερα τον κεντροδεξιό Γιώργο Σουφλιά, που δεν είχε ιδεολογικές «γωνίες» στο λόγο και την παρουσία του, ποτέ όμως τον Στέφανο Μάνο, καθώς ο ίδιος και η επικρατούσα τάση της λαϊκής δεξιάς δεν αισθάνθηκαν ποτέ άνετα στη συνύπαρξη με τους «νεοφιλελεύθερους». Ο ίδιος ο όρος «νεοφιλελεύθερος» χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται με την ίδια διάθεση απαξίωσης από την Αριστερά και την παραδοσιακή Δεξιά.
Από την στιγμή που η χώρα ολοκλήρωσε τους μείζονες στόχους της, με την εισδοχή στην Ε.Ε. και, αργότερα, την ένταξη στην ευρωζώνη, και καθώς οι μεταπολεμικές πολιτικές σταθερές φθείρονταν στην Ευρώπη και σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες, τέτοιου τύπου κόμματα δεν μπορούσαν πια να συγχρονίσουν το βηματισμό τους με τις απαιτήσεις της εποχής και τη διαμορφούμενη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η κρίση ήρθε να διογκώσει την αναντιστοιχία και να αναδείξει τις αδυναμίες. Η περίοδος συγκατοίκησης του Γιώργου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού με το Βαγγέλη Βενιζέλο ως αντιπρόεδρο της κυβέρνησης ήταν η επιτομή της παρακμής του πολυσυλλεκτικού μοντέλου, μέσα σε φόντο δραματικών εθνικών περιστάσεων. Ήδη μετά το 1989, η πολυσυλλεκτικότητα δεν είχε πια το χαρακτήρα ιδεολογικής όσμωσης ή έστω συνάφειας, ούτε την προσωποκεντρική αναφορά.
Συρρικνώθηκε σε έναν εκλογικό καταναγκασμό, που σήμαινε ότι η διατήρηση της ενότητας των σχηματισμών είχε στη βάση της ως μόνη πραγματική συγκολλητική ουσία την κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας. Η ενότητα μέσω και για χάρη της εξουσίας ποτέ δεν ήταν κάτι ξένο στα σύνθετα πολιτικά μορφώματα. Είναι άλλο όμως να αποτελεί πρόσθετο παράγοντα της συνοχής τους και άλλο να αναδεικνύεται στο μοναδικό λόγο ύπαρξης. Η πορεία της απίσχνανσης της επιρροής του μοντέλου ήταν οι εκλογές του Μαΐου του 2012 – όταν, παρά την επείγουσα κρίση, η απογοήτευση για τη διαχείρισή της εκφράστηκε με τον ακραίο κατακερματισμό της ψήφου.
Τώρα, σε φάση αποδρομής της κρίσης και αναζήτησης ταυτότητας και ρόλου για τη χώρα στο μέλλον, αρχίζει να αναδύεται ένα νέο δικομματικό σχήμα. Το οποίο, όμως, έχει δύο μεγάλες διαφορές σε σχέση με τον ιστορικό δικομματισμό. Η πρώτη αφορά την αφετηρία του. Ο νέος δικομματισμός δεν είναι επιλογή ηγεσίας, που ενισχύεται μέσα από την αντιστοίχισή της προς ένα εκλογικό σύστημα. Αντίθετα, το εκλογικό σύστημα έως και τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 παραμένει για χρόνια σταθερό και ευνοεί την σχετικά αναλογική έκφραση πολλών κομμάτων στην κοινοβουλευτική αριθμητική, ανεξάρτητα από την πριμοδότηση των παλιότερα 40 και αργότερα 50 εδρών προς το πρώτο κόμμα. Άρα, δεν πρόκειται για έναν εκλογικό αυτοματισμό.
Αντίθετα, στη βάση του βρίσκεται μια επιλογή του εκλογικού σώματος να στηρίξει μεγάλους σχηματισμούς, επαναφέροντας την αθροιστική επιρροή των δύο πρώτων κομμάτων στα επίπεδα των δύο τρίτων της συνολικής ψήφου. Το σημείο κορύφωσης της επιρροής του ιστορικού δικομματισμού είναι στις εκλογές του 1985 με 86,7% για ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. και στις εκλογές του 2000 με άθροισμα 86,5%. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το Μάιο του 2012, θα άθροιζαν κάτω από το ένα τρίτο της λαϊκής ψήφου, ενώ τα δύο πρώτα κόμματα (δεύτερο ήταν για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ) μόλις ξεπερνούσαν σωρευτικά το 35%.
Η διαφαινόμενη τάση διπλασιασμού του αθροιστικού ποσοστού, χωρίς αλλαγή εκλογικού συστήματος, δείχνει πως οι πολίτες είναι πια πεπεισμένοι πρώτον για την ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας, δεύτερον για την σύνδεση της κυβερνητικής σταθερότητας με την ύπαρξη μιας μονοκομματικής πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και, τέλος, για την αδυναμία των πολυκομματικών σχηματισμών (που ευνοεί η απλή αναλογική) να εγγυηθούν τις συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας που η κοινή γνώμη θεωρεί αναγκαίες για την αποφυγή μιας υποτροπής της κρίσης. Τόσο η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, όσο και η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση Τσίπρα δεν αποτελούν διαβατήριο για την αποδοχή της μορφής διακυβέρνησης που υπόσχεται και προδιαγράφει η απλή αναλογική, εάν η χώρα μπει στον κύκλο της.
Ο νέος δικομματισμός, λοιπόν, είναι ένας δικομματισμός που επιβάλλεται με δημοκρατικό τρόπο. Είναι πολιτικά νομιμοποιημένος και αδιαμφισβήτητος γιατί έρχεται απευθείας από την κάλπη, έστω και σε επίπεδα ελαφρά χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά. Έχει όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: την έντονη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο συγκρότησής του στους δύο φορείς. Αντίθετα, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία. Για την πλευρά της Ν.Δ. είναι μια μάλλον κλασικού τύπου διεύρυνση προς το κέντρο.
Ένα παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα, με τις μικρότερες εκλογικές μεταπτώσεις από οποιοδήποτε άλλο (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ, αν κοιτάξει κανείς όλη τη διαδρομή από τη νομιμοποίησή του το 1974) έχει αφομοιώσει όλες τις ιδεολογικές εκδοχές που συνυπήρξαν κατά καιρούς στη συντηρητική παράταξη, ενώ έχει αποκοπεί η ακροδεξιά (με πολλαπλές εκφράσεις της, από την ποινική μέχρι την καρικατούρα του λαϊκοεθνικισμού). Ο αρχηγός της, που προέρχεται μέσα από συγκυριακούς συσχετισμούς από την κεντρώα συνιστώσα της (που ποτέ δεν υπήρξε πλειοψηφική μέσα στο συντηρητικό χώρο) στοιχίζει όλα τα ρεύματα πίσω από την επιλογή του για μια ευρύτερη κεντροδεξιά, που να έχει πιο άμεση αναφορά στον ίδιο, να τον ενισχύει πολιτικά και να αποφέρει και εκλογικά οφέλη.
Η διάλυση του αριστερής προέλευσης κεντρώου χώρου ευνοεί το σχεδιασμό αυτό, χωρίς να αλλάζει την ουσία του, ενώ η ευρύτερη κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά δίνει και μια ευρωπαϊκή συνάφεια στο εγχείρημά του. Ως προς τη συνύπαρξη ιστορικής Δεξιάς με κεντρώους σοσιαλδημοκράτες σε εκλογικά σχήματα αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι (ανεξάρτητα από το εκλογικό κόστος) η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία είναι ο σταθερότερος κυβερνητικός εταίρος της Άγκελα Μέρκελ για τρίτο κυβερνητικό σχήμα, ενώ στην κυβέρνηση Μακρόν, ο οποίος μπήκε στην πολιτική ως προστατευόμενος του αριστερόστροφου Σοσιαλιστή προέδρου Ολάντ, ο πρωθυπουργός είναι διακεκριμένο στέλεχος του ιστορικού συντηρητισμού.
Στην περίπτωση, όμως, του πολυσυλλεκτικού ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Καταρχάς, η πολυσυλλεκτικότητά του περνάει από δύο φάσεις. Η πρώτη είναι η συγκρότηση ενός ριζοσπαστικού μετώπου. Σχεδόν έχει ξεχαστεί ότι φέρει το όνομα «Συνασπισμός» (και την ιστορική καταβολή), αλλά οι παλαιές «συνιστώσες» είχαν πολιτική και ιδεολογική βάση. Η συνάντησή τους ήρθε πάνω σε μια πραγματική πολιτική σύμπλευση, σε ένα πρόγραμμα ανατροπής μιας πολιτικής και σε ένα ρεύμα ριζοσπαστισμού στην κοινωνία. Επειδή ακριβώς είχε μια συγκεκριμένη στόχευση ανατροπής μιας πολιτικής δεν δυσκολεύτηκε να αποδεχθεί την κυβερνητική σύμπραξη ακόμη και με τους εκπροσώπους μιας ιδεολογίας στους αντίποδες του αριστερού διεθνιστικού ριζοσπαστισμού, όπως οι εθνολαϊκιστές των ΑΝΕΛ.
Το οριακό σημείο ήταν η υπαναχώρηση στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – ένα αποτέλεσμα που διαμόρφωσε ακριβώς αυτή η ετερόκλητη ιδεολογικά, αλλά εστιασμένη πολιτικά, συμμαχία. Από εκεί και πέρα, η συμβίωση των συνιστωσών δεν είχε νόημα (και γι’αυτό απομακρύνθηκαν μαζί με τους κορυφαίους εκπροσώπους τους), όπως δεν είχε νομιμοποίηση και η συγκυβέρνηση Καμμένου. Όσοι έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ έγιναν, αναμενόμενα, πολιτικοί αντίπαλοι και όσοι από τις συνιστώσες παρέμειναν στο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν κάθε πολιτικό ρόλο και λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι η όποια ουσιαστική εσωτερική διαφωνία προήλθε από ομάδες με πολιτικές καταβολές στον ίδιο το Συνασπισμό, και όχι στις διάφορες «συνιστώσες».
Η σημερινή δεύτερη φάση της πολυσυλλεκτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ιδεολογική βάση. Ο λόγος ύπαρξής της είναι αποκλειστικά η αναζήτηση ενός εκλογικού αποτελέσματος που θα του επιτρέπει να παραμείνει ως μελλοντικός διεκδικητής της εξουσίας. Χωρίς πολιτικό πρόσημο έχει ως μόνη αναφορά το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Μόνο έτσι μπορεί το προσκλητήριο να χωρέσει σε ένα κτίριο που ακόμη στη μαρκίζα επικαλείται το ριζοσπαστισμό και την Αριστερά από πρώην επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ, σοσιαλδημοκράτες, σημαιοφόρους της λαϊκής Δεξιάς, ανέστιους νοσταλγούς των ημερών της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ από όλα του τα ρεύματα, από το πιο παραδοσιακό μέχρι το κομματοκρατικό αλλά και το εκσυγχρονιστικό. Η οσμή οπορτουνισμού που αναδίνει αυτή η συμπόρευση αφορά τα πρόσωπα.
Σε σχέση με τις διεργασίες που κινούνται και προδιαγράφονται έχει μεγαλύτερη αξία ο μόνος όρος συνύπαρξης μιας τέτοιας πανσπερμίας. Που δεν είναι άλλος από την αναβίωση του προσωποκεντρικού κόμματος, με την επικράτηση της αξίας του χρίσματος του αρχηγού πάνω σε κάθε άλλη νομιμοποιητική διαδικασία (για πρόσωπα αλλά και πολιτικές). Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνοντας την απώλεια της εξουσίας θα περάσει αναγκαστικά από μια κρίση ταυτότητας χωρίς πολλές επιλογές. Μετεκλογικά, ή θα είναι το κόμμα του κ. Τσίπρα ή δεν θα επιζήσει. Ένα προσωποπαγές κόμμα μπορεί ενδεχομένως να ανταποκρίνεται στην συγκυριακή αναζήτηση αναφορών από μια κοινωνία σε σύγχυση, χωρίς κατεύθυνση και χωρίς εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Αλλά δεν μπορεί να είναι ένα δημοκρατικό αριστερό κόμμα.