Οι κοινωνικές επιστήμες γεννήθηκαν ως σύστημα γνώσης κατά την ιστορική περίοδο του δεύτερου ημίσεως του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η γέννησή τους συμπίπτει επομένως, μ’ αυτό που ονομάζουμε: μοντέρνο, νεωτερικότητα. Είναι δημιουργήματα της νεωτερικής ιστορικής εποχής και κατά συνέπεια η εξέλιξή τους εξαρτάται από την ίδια την ιστορική εξέλιξη της νεωτερικότητας.
Δεν έχει σημασία να γράψουμε μία επιστημολογική εργασία με αντικείμενο τη γένεση και την εξέλιξη των επιμέρους κοινωνικών επιστημών (της κοινωνιολογίας, της πολιτικής οικονομίας, της ιστορικής επιστήμης, της πολιτικής επιστήμης, της ψυχολογίας κ.λπ.). Εκείνο που έχει σημασία είναι να ερευνήσουμε τις ιστορικο-κοινωνικό-πραγματολογικές συνθήκες, οι οποίες διαμόρφωσαν το πρόσφορο έδαφος για την γένεση των κοινωνικών επιστημών.
Από τη σκοπιά της μετακριτικής λογικής των κοινωνικών επιστημών διακρίνουμε δύο πραγματολογικούς παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν στο γνωσιακό, κοινωνικό και πολιτικό συμβάν (ο όρος χρησιμοποιείται κατά τον Badiοu) της εμφάνισης των κοινωνικών επιστημών. Ο ένας αναφέρεται στη γνωσιοθεωρητική θεμελίωση της υποκειμενικότητας και ο άλλος στον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας ως οντότητας, η οποία δημιουργείται από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Επομένως δύο πράγματα (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου): η υποκειμενικότητα και η σταδιακή αυτοθέσμιση της κοινωνίας (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Καστοριάδη) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την εμφάνιση, για τη γένεση των κοινωνικών επιστημών. Το θεματικό αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών είναι η κοινωνία είτε ως ολότητα (όπως συνέβαινε στα πρώτα στάδια της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνικών επιστημών), είτε ως επιμέρους κοινωνικά πεδία ή επιμέρους όψεις του καθολικού αντικειμένου. Η κοινωνία ως θεματικό αντικείμενο καθίσταται τελικά αντικείμενο, επειδή το υποκείμενο αναλαμβάνει το έργο της μελέτης και της έρευνάς της. Η επιστημολογική και μεθοδολογική σχέση: υποκείμενο-αντικείμενο, είναι η ιδρυτική πράξη των κοινωνικών επιστημών κατά το πρότυπο της συγκρότησης των φυσικών επιστημών. Η διαφορά όμως ανάμεσα στα δύο αντικείμενα: δηλαδή την κοινωνία και τη φύση είναι εκείνη, η οποία επικαθορίζει τη γένεση των κοινωνικών επιστημών, επειδή στην περίπτωσή τους το αντικείμενο, δηλαδή η κοινωνία, δεν επιδέχεται εξουσιαστική αντιμετώπιση όπως π.χ. με τη φύση, αλλά εντελώς διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση.
Αφού λοιπόν ανέφερα τους δύο παράγοντες, οι οποίοι λειτούργησαν ως ιδρυτικοί θεσμοί των κοινωνικών επιστημών, επιβάλλεται τώρα να εξετάσουμε την ιστορική εξέλιξη αυτών των επιστημών, ως γνωστικού συστήματος από την εποχή της γένεσής τους μέχρι τις μέρες μας. Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στην εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών επί δύο αιώνες. Από ιστορικής απόψεως η πρώτη φάση εκτείνεται από τη γένεσή τους μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η δεύτερη φάση διαρκεί μέχρι την περιώνυμη «διαμάχη για τον θετικισμό» την δεκαετία του ’60 και η τρίτη φάση καλύπτει το χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα.
Από τη σκοπιά της μετακριτικής της λογικής των κοινωνικών επιστημών, η ιστορική περιδιολόγηση εξειδικεύεται ως εξής: η πρώτη επιστημολογική φάση συνδέεται με την αναγόρευση ή ορθότερα τη θέσμιση της μεθόδου ως πρώτης συγκροτησιακής αρχής των κοινωνικών επιστημών ως γνωστικού συστήματος. Κατά τη δεύτερη φάση, η επιστημολογική συζήτηση αναφέρεται πρωτίστως στο κανονιστικό στοιχείο (ή το αξιακό σύστημα), το οποίο είναι συγκροτησιακό και του υποκειμένου και του αυτοθεσμιζόμενου αντικειμένου. Κατά την τρίτη φάση της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνικών επιστημών, η επιστημολογική συζήτηση για την ταυτότητά τους αλλάζει ριζικά προσανατολισμό. Το μείζον πολιτικό ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: μπορεί άραγε το χειραφετητικό διαφέρον να καταστεί η πρώτη αρχή συγκρότησης και λειτουργίας των κοινωνικών επιστημών; Σ’ αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε πια για το διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο τύπους κοινωνικών επιστημών: δηλαδή εκείνων που έχουν θετικιστικό προσανατολισμό και εκείνων που έχουν κριτικο-ερμηνευτικό προσανατολισμό. Μιλάμε για τις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες ως γνωστική διαδικασία καθοδηγούνται από το χειραφετητικό διαφέρον, πράγμα που σημαίνει, ότι η κοινωνική λειτουργία τους ανάγεται στον επαναπροσδιορισμό της αυτοθέσμισης ως θεμελιώδους δομής της ίδιας της ανθρώπινης και της πολιτικής κοινωνίας.
Για την επαναθεμελίωση των κοινωνικών επιστημών το μείζον πολιτικό ζήτημα είναι να διαμορφώνουμε τις πραγματολογικές συνθήκες ένταξης του χειραφετητικού διαφέροντος ως πρώτης αρχής στο σχετικό γνωστικό σύστημα. Αυτό σημαίνει για να χρησιμοποιήσω έναν χιλιοειπωμένο όρο: τον «δεύτερο διαφωτισμό» για τις κοινωνικές επιστήμες.
Η ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών κατά τη σύγχρονη εποχή καταλήγει σε αυτό που ονομάζω επαναθεμελίωση, δηλαδή στην αναζήτηση νέων θεμελίων και νέων δομών για τη συγκρότηση και την κοινωνική λειτουργία του συστήματος γνώσης των κοινωνικών επιστημών. Το πρώτο επιστημολογικό βήμα είναι η απεξάρτηση από τις απηρχαιωμένες συζητήσεις περί μεθόδου ή τις αντίστοιχες για τον ρόλο του κανονιστικού στοιχείου. Καθίσταται σαφές, ότι το μείζον πολιτικό και επιστημολογικό αίτημα να καταστεί το χειραφετητικό διαφέρον δομική αρχή των κοινωνικών επιστημών συνιστά τον «δεύτερο διαφωτισμό». Το υποκείμενο (δηλαδή οι επιστήμονες και οι ερευνητές) δεν προτάσσουν ιδεολογικά σχήματα, αλλά έννοιες που προκύπτουν ως συγκρότηση και δομή για το ίδιο το αντικείμενο. Το γνωσιοθεωρητικό αίτημα του Th. W. Adorno να προηγηθεί το αντικείμενο έναντι της κυριαρχίας του υποκειμένου φαίνεται πως γίνεται επιστημολογική πραγματικότητα στην εποχή μας (αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα).
Συμπερασματικά, αξίζει να τονισθούν τα εξής: πρώτον, ότι η ιδρυτική κοινωνική και πολιτική πράξη των κοινωνικών επιστημών ανάγεται στο γνωσιοθεωρητικό καθεστώς της υποκειμενικότητας και στο αντίστοιχο σύστημα αυτοθέσμισης της νεωτερικής πολιτικής κοινωνίας. Και δεύτερον ότι η ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών διέτρεξε στάδια επιστημολογικού εξορθολογισμού (από τη μέθοδο στο αξιακό σύστημα και τελικά στο χειραφετητικό διαφέρον), για να συγκροτηθεί τελικά στις μέρες μας ως γνωστικό σύστημα, το οποίο θέτει σε πρωτεύουσα θέση την ορθολογική συγκρότηση της σύγχρονης κοινωνίας και την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου.