«Σχεδόν καθημερινά τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης προβάλλουν ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να καταστήσει ελκυστική την Ελλάδα για αξιόλογες επενδύσεις και ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει σημαντική ανάπτυξη, εξαγωγές και απασχόληση, με αποτέλεσμα να είμαστε καταδικασμένοι σε μια αυτοκαταστροφική πορεία απόκλισης από τις προηγμένες οικονομίες» επισημαίνει σε άρθρο του στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο Λόης Λαμπριανίδης, Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης
«Ισχυρίζονται δε ότι εκείνοι διαθέτουν την αναγκαία τεχνογνωσία, αξιοπιστία και πρόγραμμα για να προσελκύσουν αυτές τις τόσο απαραίτητες επενδύσεις για την χώρα, όταν κληθούν να κυβερνήσουν. Άραγε η πραγματικότητα που βιώνουμε επί δεκαετίες δικαιολογεί αυτήν την άποψη; Υποστήριξε πράγματι ο δικομματισμός την επιχειρηματικότητα τις προηγούμενες δεκαετίες ή είναι απλά μια πολιτική «καραμέλα», μια επικοινωνιακή πομφόλυγα χωρίς ουσία και υπόβαθρο;» διερωτάται ο κ. Λαμπριανίδης και προσθέτει: «Ας δούμε τα στοιχεία: O βασικός δείκτης που αποτυπώνει την οικονομία μιας χώρας είναι το ΑΕΠ/κεφαλή και εδώ εξετάζουμε τη διαχρονική εξέλιξή του ως ποσοστό της Ευρώπης των 15. Ο λόγος που επιλέγεται η Ευρώπη των 15, ως η αναπτυγμένη Δυτική Ευρώπη, είναι ότι μεταπολεμικά ιδίως αποτελεί τον στόχο προς τον οποίον προσβλέπουμε και με βάση τον οποίο κρίνουμε και αποτιμάμε την επιτυχία μας. Το ποσοστό μας λοιπόν σε σχέση με την Ευρώπη των 15 ήταν: 1960 – 47,8%, 1970 – 62%, 1980 – 57,4%, 1990 – 47,7%, 2000 – 54,9%, 2010 – 66,5%, 2015 – 49%. Για διάστημα περίπου 60 χρόνων, λοιπόν, οι εκάστοτε κυβερνώντες απέτυχαν να συγκλίνει η χώρα προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Ας δούμε και μερικούς επιμέρους αλλά σημαντικούς δείκτες οικονομικής επίδοσης, οι οποίοι τεκμηριώνουν πληρέστερα την τεράστια δυστοκία του δικομματισμού στην προσέλκυση επενδύσεων και την παραγωγική αναβάθμιση της χώρας:
Εξαγωγές: Μεταξύ 2000 και 2008 η Ελλάδα κατείχε σταθερά την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών στις εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η αύξηση που παρατηρήθηκε την περίοδο 2009-2015 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πτώση του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές σε απόλυτα μεγέθη παρέμειναν για το διάστημα 2007 – 2016 στάσιμες, περί τα 55 δις ευρώ, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά το 2017 (59,4 δις ευρώ) και το 2018 (66,7 δις ευρώ).
Προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ): Επί 20 ολόκληρα χρόνια, μεταξύ 1995 και 2015, η ετήσια εισροή ΞΑΕ στη χώρα ήταν πάντοτε χωρίς εξαίρεση κάτω από τη μέση ροή ΞΑΕ στην ΕΕ, και μάλιστα συνήθως πολύ πιο κάτω. Έτσι π.χ. μεταξύ 1995-2005 (επί «ισχυρής Ελλάδας») η προσέλκυση ΞΑΕ στην χώρα ήταν της τάξης του 1% και λιγότερο, ενώ στην ΕΕ έφτανε έως και το 8% του ΑΕΠ της. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν ουσιαστικά ούτε επί «επανιδρύσεως του κράτους» μεταξύ 2004-2009. Βελτίωση παρατηρείται μόνο μετά το 2015 με τις ΞΑΕ να ξεπερνούν το 2% καταγράφοντας ρεκόρ 20ετίας και πλέον, ενώ το 2018 είχαμε ακόμα καλύτερες επιδόσεις.
Δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α): Μεταξύ 1999 και 2014 οι δαπάνες Ε&Α κυμάνθηκαν μεταξύ 0,6% και 0,84% του ΑΕΠ, για να αυξηθούν το 2015 στο 0,96% και το 2017 στο 1,13%. Ενδεικτικά οι μέσοι όροι στην Ευρώπη των 28 ήταν μεταξύ 1,76% το 2006 και 2,03% το 2016, ήτοι 2 έως 3 φορές υψηλότεροι. Ειδικότερα από το 2000 ως το 2015 οι ελληνικές επιχειρηματικές δαπάνες για Ε&Α παρέμεναν καθηλωμένες στο 0,30% με 0,33% του ΑΕΠ, ενώ επί «αντιεπιχειρηματικής» παρούσας κυβέρνησης εκτοξεύονται, αρχικά στο 0,42% το 2016 και στο 0,49% το 2017, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αίσθηση ασφάλειας της επιχειρηματικής κοινότητας να πραγματοποιήσει αυτές τις σχετικές μεσομακροπρόθεσμης απόδοσης επενδύσεις. Για λόγους σύγκρισης σημειώνεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες για Ε&Α στην Ευρώπη των 28 ήταν μεταξύ 1,12% το 2006 και 1,32% το 2016, επομένως περίπου 4 φορές παραπάνω επί προηγούμενων κυβερνήσεων, για να περιορισθούν στην συνέχεια στις 2,5.
Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν ότι επί 40 χρόνια ο δικομματισμός αδυνατούσε να καταστήσει τη χώρα ελκυστική για επενδύσεις και απέτυχε στο να συγκλίνουμε με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο εισοδήματος και ανάπτυξης (ως εθνικός στόχος ίσως η νέα «Μεγάλη Ιδέα» του γένους), όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο θεσμών και κοινωνίας. Επίσης, προκύπτει ότι η χώρα για το μακρύ αυτό διάστημα όχι μόνο απέτυχε να βελτιώσει την θέση της στον διεθνή καταμερισμό των έργων, βελτιώνοντας την τεχνολογική δυνατότητα και την πολυπλοκότητα της παραγωγής της, αλλά αντιθέτως υποχώρησε σταδιακά, με αποτέλεσμα να υποβαθμισθεί σημαντικά και το βιοτικό της επίπεδο. Τέλος, καταδεικνύεται η απόλυτη αλλά και συγκριτική υστέρηση της χώρας σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο και σε άλλα βασικά οικονομικά μεγέθη που προκαλούν τις παραπάνω αποτυχίες, όπως π.χ. η εξαγωγική της καθήλωση, οι ασήμαντες ποσοστιαία δαπάνες Ε&Α και οι απελπιστικά περιορισμένες ΞΑΕ.
Μια αποτυχία τέτοιας μεγάλης χρονικής διάρκειας, κλίμακας (καταλαμβάνουμε σταθερά μια από τις 2-3 τελευταίες θέσεις σε ΕΕ και ΟΟΣΑ παρά την συμβολή ευρωπαϊκών πόρων άνω των 118 δις ευρώ έως το 2015) και εύρους (σε αντικείμενα σαφώς διακριτά μεταξύ τους και όχι υποχρεωτικά στενά οικονομικά), δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τα πεπραγμένα και τη στρατηγική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, με το περιβάλλον, τις ευκαιρίες και τις συνθήκες που (δεν) δημιούργησαν για προσέλκυση επενδύσεων. Τέτοιες συστηματικές αποτυχίες δεν δικαιολογούνται για κυβερνήσεις με πραγματικό φιλοεπενδυτικό προσανατολισμό, κυβερνήσεις που πραγματικά στηρίζουν τους δημιουργικούς επιχειρηματίες. Αντιθέτως ο «φιλοεπενδυτισμός» αυτός είναι πολύ περισσότερο του διαπλεκόμενου τύπου με υποστήριξη και φιλικό χτύπημα στην πλάτη επιχειρηματιών «θηρευτών προσόδων» με υπόγειες διαδρομές-σχέσεις με το κράτος, παρά του Σουμπετεριανού τύπου, που στηρίζει τον επιχειρηματία δημιουργό νέων αγαθών και πλούτου.
Συνεπώς, ενώ παρά την αποτυχία η αυτοκριτική είναι λέξη άγνωστη για τον δικομματισμό, η επιδίωξη για επιστροφή του στα πράγματα με την ίδια συνταγή θυμίζει τους Βουρβόνους που «τίποτα δεν έμαθαν και τίποτα δεν ξέχασαν». Διότι αποτελεί μέγιστη πολιτική υποκρισία η επίρριψη μομφής προς την παρούσα κυβέρνηση περί «αντιεπενδυτικότητας» από εκείνους, που για ένα τεράστιο χρονικό διάστημα είχαν τα ηνία και διέψευσαν παταγωδώς τις «φιλοεπενδυτικές» τους εξαγγελίες. Επί 40 χρόνια κυριάρχησαν ο νεποτισμός, η συνδιαλλαγή, η κομματοκρατία, η αναζήτηση προσόδων, η διαπλοκή, που σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε μεσομακροχρόνιας αναπτυξιακής στρατηγικής είχαν σαν αποτέλεσμα τη διεθνή απομόνωση και υποβάθμιση της χώρας.
Στόχος δικός μας δεν είναι η σύγκρουση, οι αποκλίσεις και η επίρριψη ευθυνών, αλλά να δομηθούν επιτέλους οι προϋποθέσεις για να γίνει ένας νηφάλιος διάλογος για τα θέματα αυτά και να δοθούν κάποιες απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα. Θεωρούμε ωστόσο απαραίτητη την ανάδειξη των πενιχρών αποτελεσμάτων των πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, καθώς είναι εξαιρετικά κρίσιμο η συζήτηση για την διαμόρφωση της επενδυτικής στρατηγικής και του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος να γίνεται με όρους πολιτικού ρεαλισμού.