Είμαι της γνώμης ότι τα ακόλουθα ζητήματα είναι κεντρικής σημασίας για τη συζήτηση περί Συνταγματικής Αναθεώρησης:
1) Ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι κεντρικό ζήτημα ως μη όφειλε.Στην πραγματικότητα, η όλη συζήτηση γίνεται με την σκέψη ότι ο τρόπος εκλογής προσδιορίζει και τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στο πολιτειακό σύστημα, ως εάν η άμεση εκλογή από τον λαό να συνδέεται αναγκαία με προεδρικού τύπου αρμοδιότητες, ενώ η έμμεση εκλογή από το Κοινοβούλιο να σημαίνει περιορισμένο ρόλο του Προέδρου στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η σκέψη αυτή είναι λανθασμένη, διότι υπάρχουν κράτη όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από τον λαό, αν και δεν έχει αυξημένες αρμοδιότητες, όπως π.χ. η Πορτογαλία, ενώ υπάρχουν κράτη όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, έχει κατά το γράμμα τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες με τον Έλληνα Πρόεδρο, όμως στην πράξη δυνατότητα άσκησης άμεσης παρέμβασης σε πολιτικές εκλογές, π.χ. μπορεί και συχνά αρνείται τον διορισμό κάποιου ως υπουργού ή ακόμη και πρωθυπουργού, παρά τις σχετικές προτάσεις.
Η αλήθεια είναι ότι και ο Έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τις σημερινές του αρμοδιότητες, έχει μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως λέγεται πολιτική δύναμη, διότι ορίζεται από το Σύνταγμα ως “ρυθμιστής του πολιτεύματος”, ιδιότητα που έχει πρωτοφανή κανονιστική ισχύ, ενώ λανθασμένα οι υπόλοιπες αρμοδιότητές του, π.χ. ως προς τον διορισμό των υπουργών, ερμηνεύονται με βάση τις συνθήκες του πολιτεύματος που αναπτύχθηκαν σε ανώμαλες εποχές επί βασιλευόμενης δημοκρατίας, λησμονώντας την πολιτική ασυνέχεια μεταξύ της βασιλευόμενης και της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του Συντάγματος του 1975.
Η σύνδεση της εκλογής του Προέδρου με την προσφυγή στις κάλπες δεν είναι σύστημα τιμωρίας του κοινοβουλίου που δεν κατορθώνει να αναδείξει Πρόεδρο, όπως συνήθως λέγεται και γράφεται, αλλά σύνδεση της εκλογής του Προέδρου με τη λαϊκή βούληση, αφού η προσφυγή στον λαό γίνεται για να ενισχυθούν εκλογικά εκείνοι που θα προτείνουν τον κατά τον λαό καταλληλότερο για το αξίωμα. Είναι αλήθεια ότι το ιταλικό σύστημα εκλογής Προέδρου από το Κοινοβούλιο, με συνεχείς επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες και συνεχώς μειούμενο ποσοστό αναγκαίων θετικών ψήφων, θα ήταν η καταλληλότερη λύση, ιδιαίτερα για όσους θέλουν να κρατήσουν πιστά το κοινοβουλευτικό σύστημα.
2) Ένα ζήτημα που καμιά πολιτική δύναμη δεν θέλει να εξετάσει και που δεν προτάθηκε από καμιά συνταγματική αναθεώρηση σήμερα είναι η ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου παραγωγής κανόνων δικαίου, είτε από το κοινοβούλιο είτε από τα όργανα της διοικήσεως. Το υπάρχον σύστημα αποτελεί κωδικοποίηση και εκλογίκευση των αναγκαίων απαντήσεων στα ερωτήματα και τις πρακτικές της δεκαετίας του ’50, αντί να λάβει υπόψη του τις στο μεταξύ επελθούσες πρακτικές διεθνώς. Είναι χαρακτηριστική η συντηρητική και αναχρονιστική αντίδραση του πολιτικού συστήματος σε κάθε ιδέα εισαγωγής συστήματος σοβαρής και οργανωμένης διαβούλευσης κατά την παραγωγή κανόνων δικαίου. Η ισχύουσα νομοθεσία, η οποία επιβλήθηκε με χίλιους κόπους από τους δανειστές, μακράν απέχει από τη διαβούλευση όπως πρωτοεισήχθη διεθνώς με το American ProcedureAct 1946, και θυμίζει μάλλον παζάρι της Ανατολής.
3) Το άρθρο 16 εξελίχθηκε με τα χρόνια σε ένα είδος ταμπουριού και για τις δύο πλευρές, εκείνους που θέλουν απόλυτο κρατικό έλεγχο στα πανεπιστήμια και τους άλλους που θέλουν τη δυνατότητα ιδρύσεως και μη κρατικών πανεπιστημίων. Απ’ ό,τι φαίνεται αυτή η συζήτηση δεν θα τελειώσει ποτέ, με τη ζωή να ξεπερνά τις ιδεολογίες και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο και για τις δύο πλευρές, για τους μεν διότι η αλήθεια είναι ότι η χώρα είναι γεμάτη από ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως και αν λέγονται, ενώ για τους δε διότι τα υπάρχοντα παραδείγματα παρεχόμενης ανώτατης ιδιωτικής παιδείας σπανίως ξεπερνούν το επίπεδο διδακτηρίων.
Η αλήθεια όμως είναι ότι με το υπάρχον άρθρο 16 είναι δυνατόν να δημιουργηθούν “ιδιωτικά” πανεπιστήμια στην Ελλάδα και μάλιστα να είναι πλήρως ενταγμένα στο εθνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Το Σύνταγμα απαιτεί τα πανεπιστήμια να έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δηλαδή να δημιουργούνται από το κράτος με νόμο, οι καθηγητές να είναι δημόσιοι λειτουργοί και η προπτυχιακή παιδεία να παρέχεται δωρεάν. Θα μπορούσε η νομοθεσία να προβλέψει ότι ένα κοινωφελές ίδρυμα που επιθυμεί να δημιουργήσει πανεπιστήμιο θα πρέπει να υποβάλει μία τεχνικοοικονομική μελέτη στο υπουργείο Παιδεία, την οποία, εάν πληροί τους όρους του νόμου, το υπουργείο θα ενσωματώσει σε ένα σχέδιο νόμου δημιουργίας ΝΠΔΔ που θα παραχωρηθεί για τη λειτουργία του στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Η προτεινόμενη λύση αποτελεί το σύστημα δημιουργίας “ιδιωτικών” πανεπιστημίων της μεγάλης γείτονος χώρας, ικανοποιεί προφανώς και τις δύο πλευρές της ατέρμονος συζήτησης και είναι παράξενο γιατί δεν συζητείται.
4) Το άρθρο 24, έγραψα ενόψει της αναθεώρησης του 2001, δεν αποτελεί πρόβλημα. Ιδιαίτερα στην αρχική του γραφή του 1975 ήταν άρτια γραμμένο και εσωτερικά ισορροπημένο, στο πλαίσιο μάλιστα μιας συστηματικής ερμηνείας του με πληθώρα άλλων διατάξεων του Συντάγματος. Το πρόβλημα, έγραφα τότε, είναι η ερμηνεία που του δίνεται στο πλαίσιο ιδεοληψιών του δικαστή. Αποδείχθηκε η αλήθεια του ισχυρισμού εκείνου, διότι έκτοτε ο δικαστής βελτίωσε σημαντικά τη νομολογία του, αν και δεν έχει κάνει ακόμη τα αποφασιστικά βήματα που πρέπει. Αν δεν αλλάξει νοοτροπία ο δικαστής, όσες φορές και να αλλάξει το άρθρο 24, η ισορροπημένη ερμηνεία δεν θα επιτευχθεί.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος “Νησίδες” (αρ. 330) της Εφημερίδας των Συντακτών, 8-10/3/2019