Εννέα είναι τα ζητήματα που καθόρισαν τις εξελίξεις σε ένα κρίσιμο εθνικό ζήτημα που θα μας ταλαιπωρήσει για αρκετά χρόνια ακόμη:
1. Η επίλυση του Σκοπιανού επιβλήθηκε εδώ και τώρα από τον ξένο παράγοντα, κυρίως τις ΗΠΑ (δευτερευόντως από τη Γερμανία).
2. Αποτελεί το αποτέλεσμα νέων διευθετήσεων στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, που εξυπηρετούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν την ευρύτερη γειτονιά μας «μακρά σύνορα» της χώρας τους που οφείλουν «να προστατεύσουν», δημιουργώντας ευρύτερο «δίχτυ σταθερότητας» στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Οι διευθετήσεις αυτές ταυτίζονται και με βασικούς Ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς.
3. Στις εξελίξεις αυτές υπάρχουν σημεία -κυρίως αυτά που αποτελούν «ζητήματα ασφαλείας» στην Ανατολική Μεσόγειο- που εξυπηρετούν και την Ελλάδα. Αναβαθμίζεται ο ρόλος της, μέσω του νέου οικονομικού και αμυντικού άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και μπαίνουν σε «ομπρέλα προστασίας» τα ενδιαφέροντα της χώρας μας στη νέα ενεργειακή σκακιέρα.
4. Στο πλαίσιο αυτό, εξελίχθηκε – ως απαραίτητο στοιχείο «σταθερότητας» της Ελλάδας στο υπογάστριο της Ευρώπης – και η «αβάντα» της Γερμανίας στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές σε καυτά ζητήματα της μεταμνημονιακής περιόδου, μεταξύ των οποίων και το συνταξιοδοτικό.
5. Στο «δούνε και λαβείν» η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε να ολοκληρώσει την παραχώρηση (στην ουσία) της Κρήτης στη «δικαιοδοσία» των ΗΠΑ, ως σταθερού αεροπλανοφόρου της και σταθμού ανεφοδιασμού των Αμερικανικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στη Μεσόγειο. Και, επίσης, να ορίσει μια σειρά άλλες περιοχές της χώρας ως σημεία ιδιαίτερου στρατιωτικού ενδιαφέροντος της Μεγάλης συμμάχου.
6. Ανέλαβε ακόμη την υποχρέωση να «τελειώσει» το θέμα του Σκοπιανού, προκειμένου να «κλείσει» μια πληγή του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
7. Η αποδοχή ή όχι του νέου γεωπολιτικού σκηνικού είναι θέμα εθνικών προτεραιοτήτων και πολιτικής οπτικής. Και βέβαια η (κάθε) κυβέρνηση έχει καθοριστικό ρόλο στους σχεδιασμούς της χώρας. Άλλωστε η παρούσα κινήθηκε πάνω – κάτω στα βήματα και τους προσανατολισμούς προηγούμενων «προοδευτικών» και «συντηρητικών» κυβερνήσεων.
8. Οι επιμέρους όμως διαπραγματεύσεις και τακτικές αποτελούν ζήτημα επιλογών του πρωθυπουργού και των συνεργατών του. Δεν επέβαλαν οι «ξένοι» στον κ. Τσίπρα πως θα διαπραγματευτεί με τον κ. Ζάεφ, ούτε του είπαν στο αυτί τι να δώσει και τι να πάρει στο αλισβερίσι μαζί του. Δεν του επέβαλαν την παραχώρηση ούτε της «Μακεδονικής ταυτότητας» ούτε της «Μακεδονικής γλώσσας». Είπαν απλά (και στους δύο) «βρείτε τα εδώ και τώρα». Από εκεί και πέρα, όλα ήταν θέμα πολιτικής αντίληψης και διαπραγματευτικής επάρκειας. Κάτι που δεν είχε ο κ. Τσίπρας.
9. Αποτέλεσμα αυτής της ανεπάρκειας και του ερασιτεχνισμού, αλλά και της πολιτικής ιδιοτέλειας – ζητήματα, που διαχέονται σε όλο το φάσμα της κυβερνητικής δραστηριότητας – ήταν το δράμα που ζει η χώρα με τη «Συμφωνία των Πρεσπών».
Η κυβέρνηση έφερε, άρον άρον, μια κακή συμφωνία που διχάζει τη χώρα και θα την ταλαιπωρήσει για αρκετά χρόνια. Και αξιοποίησε την υπόθεση αυτή για εσωτερικές πολιτικές διευθετήσεις στα μέτρα της. Μια υπόθεση που λογικά θα έπρεπε να συσπειρώνει εθνικές δυνάμεις κατέληξε να λειτουργεί ως «διαιρετική τομή» και ως μοχλός άθλιας παρέμβασης στα δημοκρατικά κόμματα.
Έτσι δεν είναι παράδοξο που η δημοκρατική αντιπολίτευση αντιμετώπισε τη μάχη περί τη Συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο ως ένα κορυφαίο εθνικό ζήτημα αλλά και ως ανάγκη προστασίας της δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης.