Έληξε χθες η πρώτη επίσκεψη των Θεσμών για τον έλεγχο των οικονομικών της χώρας, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας.
Τι ακριβώς ελέγχουν οι Θεσμοί; Αν τηρείται η συμφωνία του Εurogroup για την πορεία πλεύσης της χώρας ώστε να ισχύουν ανάλογα και τα μέτρα ρυθμισης του χρέους.
Και πως τηρείται αυτή η συμφωνία; Κυρίως με την εφαρμογή ενός ασφυκτικού δημοσιονομικού πλαισίου, που απαιτεί να πετυχαίνουμε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, 3,5% μέχρι το 2022 και μετά, μέχρι το 2060, περίπου στο επίπεδο του 2,2%. Και αυτό σε συνθήκες συσσωρευμένης ύφεσης οκτώ ετών.
Πως πετυχαίνει η κυβέρνηση τα υπερπλεονάσματα; Με την πολιτική αφαίμαξης της πραγματικής οικονομίας. Τραβάει, χωρίς έλεος, πόρους από την αγορά και τα νοικοκυριά για να είναι εντάξει στο στόχο που έχει συνομολογήσει. Υπερφορολογεί ότι κινείται. Εφαρμόζει μέτρα ανάλγητης λιτότητας. Περικόπτει ακόμα και τις ισχνές συντάξεις της τρίτης ηλικίας. Και επιπλέον περικόπτει τις αναγκαίες αναπτυξιακές δημόσιες δαπάνες. Έτσι εμφανίζεται δημοσιονομικά αποτελεσματική και με το παραπάνω.
Πως διαχειρίζεται το (υπερ)πλεόνασμα αυτό η κυβέρνηση; Θα περίμενε κάποιος να το διαχειριστεί αναπτυξιακά. Να καλύψει το χαμένο έδαφος και να απελευθερώσει τη συμπιεσμένη οικονομία. Ωστόσο έχει εμπλακεί στα δεσμά των συμφωνιών και των δεσμεύσεών της. Και το διαχειρίζεται ως γραμμάτιο ενός “διαρκούς μνημονίου χρέους”. Αναπόφευκτα – και με το ένα μάτι να κοιτά τις πολιτικές εξελίξεις – επιλέγει την τακτική της επιλεκτικής “αναδιανομής”, την οποία μάλιστα συνδέει και με τους οιονεί προεκλογικούς στόχους της. Αντί μέρισμα ανάπτυξης, προτιμά τις στοχευμένες παροχές και τα μικροπολιτικά φιλοδωρήματα. Τα “αντίμετρα” προσφέρουν σχετική ανακούφιση σε λίγους σε βάρος των πολλών. Δεν επηρεάζουν την πραγματική οικονομία.
Τι αποτέλεσμα έχει αυτή η πολιτική; Αιχμαλωτίζει τη χώρα στη λογική της στασιμότητας. Μετά από τόσα χρόνια σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, η πολιτική της κυβέρνησης δεν δίνει στην οικονομία την αναπτυξιακή δυναμική που έχει ανάγκη (δυναμική που πέτυχε λ.χ. η Ιρλανδία μετά το δικό της γολγοθά). Δεν επιδιώκει, δηλαδή, αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν “εκτίναξη του συμπιεσμένου ελατηρίου”. Έχει αποδεχτεί ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2% αμέσως μετά την “έξοδο” από τα μνημόνια και, στη συνέχεια, μέση αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1 με 1,2% έως το 2060. Αυτό είναι μια προοπτική αναιμικής πορείας της οικονομίας που εγκλωβίζει τις νέες γενιές σε συνθήκες καχεκτικής ζωής, χωρίς φιλοδοξίες για το καλύτερο.
Υπάρχει άλλος δρόμος, υπό τις παρούσες συνθήκες; Υπάρχει, αυτός της ανάπτυξης. Που δίνει δουλειές, βγάζει την οικονομία από το περιθώριο, την οδηγεί σε μια κανονική τροχιά, ικανή να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της Ευρωζώνης. Υπάρχει άλλος δρόμος. Αλλά όχι με αυτή την κυβέρνηση. Όχι με πολιτικές που κινούνται μεταξύ επαναστατικών ψευδαισθήσεων, αριστερού λαϊκισμού και ριζοσπαστικής ανοησίας. Και βέβαια όχι από ένα κυβερνητικό σχήμα που έχει αυτοσκοπό να εξυπηρετεί την πολιτική επιβίωση της φιλόδοξης παρέας που οδηγεί το τρένο της “πρώτης φοράς”. Ερήμην των αναγκών των πολιτών. Φιλοδοξία, που στο όνομά της και καταχρηστικές δεσμεύσεις υπογράφονται και λάβαρα σκίιζονται και … πίτσες μοιράζονται. Προς δόξαν των delivery boys της (“go back”) κας Μέρκελ και των “φονιάδων των λαών”…