Το πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 υπήρξε η προφανής πτώχευση της τουρκικής εκκοσμίκευσης, αφού πλέον το ίδιο το κράτος αναγκάζεται να ακολουθήσει μία συμφιλιωτική προσέγγιση με το πολιτικό Ισλάμ, προκειμένου να αντισταθμίσει την εκρηκτική άνοδο του κομμουνισμού.
Στις μεγαλύτερες πόλεις στα δυτικά της χώρας, κάποτε γη της επαγγελίας για την εκβιομηχάνιση της Τουρκίας, τρεις δεκαετίες ασταμάτητης μετανάστευσης από την ύπαιθρο, σε συνδυασμό με τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είχαν οδηγήσει στα όρια της τη δυνατότητα της οικονομίας να προσφέρει καινούριες δουλειές.
Παγιδευμένοι μεταξύ ενός παρελθόντος στο οποίο δεν μπορούσαν να γυρίσουν και ενός μέλλοντος χωρίς καμιά υπόσχεση, εκατομμύρια εξαθλιωμένοι των πόλεων έστρεψαν τις ελπίδες τους στο πολιτικό Ισλάμ και στα ισλαμικά κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης.
Πριν από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία, η ανεργία μάστιζε την Τουρκία, υπήρχε απουσία κοινωνικής ασφάλειας, οι κοινωνικές υπηρεσίες ήταν ανεπαρκείς και η φτώχεια ήταν διάχυτη τόσο στα προάστια των αστικών κέντρων όσο και στις αγροτικές περιοχές. Αυτή η κατάσταση απεκλήθη από τον Ερντογάν «σύγχρονη δουλεία».
Kατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 οι ισλαμιστές έκτισαν έναν ισχυρό μηχανισμό με πυλώνες στις ασθενέστερες οικονομικά και πιο συντηρητικές τάξεις. Αύξησαν την ανεξαρτησία τους από τα υπόλοιπα θρησκευτικά σύνολα, που ήσαν εκτός κομματικού συστήματος, την ίδια στιγμή που άρχισαν σταδιακώς να τα υποτάσσουν στα δικά του πολιτικά συμφέροντα.
Οργάνωσαν θρησκευτικές και κοινωνικές υπηρεσίες και αύξησαν τις εσωτερικές και διεθνείς επιχειρηματικές τους διασυνδέσεις, ιδιαίτερα με τα κράτη του Κόλπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται η άνοδος του Ερντογάν, η οποία έλαβε δυναμική πορεία κατά την δεκαετία 2000 – 2010, όταν πλέον ανήλθε στην εξουσία.
Αναμφιβόλως, σύμφωνα με τη βεμπεριανή ερμηνεία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί τη δεύτερη χαρισματική προσωπικότητα της σύγχρονης Τουρκίας, μετά τον ιδρυτή της Κεμάλ Ατατούρκ. Για κάθε χαρισματικό ηγέτη είναι αναγκαίο πάντοτε να αναλυθούν εκείνοι οι παράγοντες που επέδρασαν καθοριστικώς στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τρεις είναι οι παράγοντες που δείχνουν να έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Ερντογάν: Ο πατέρας του, η γειτονιά όπου μεγάλωσε (Κασίμπασα) και η θρησκεία (Ισλάμ).
Κατά τις μαρτυρίες συγγενών, φίλων και γειτόνων, ο πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού διακρίθηκε για τον συγκεντρωτικό-αυταρχικό του χαρακτήρα, την επιμονή στην άποψή του και την προσπάθεια επιβολής αυτής, στοιχεία που δείχνουν να χαρακτηρίζουν και τον Ερντογάν. Για παράδειγμα, όταν ζητήθηκε στον Ερντογάν από την κεντρική επιτροπή του πάλαι ποτέ Κόμματος της Ευημερίας, υπό τον Νετσμετίν Ερμπακάν, να σταματήσει να παίζει ποδόσφαιρο, αυτός αρνήθηκε πεισματικά.
Μάλιστα, συνέχισε να παίζει φορώντας κοντά παντελόνια, στοιχείο αντίθετο με το ορθόδοξο Ισλάμ και το τότε προφίλ του κόμματος. Όταν, το 1997, ανώτατο στρατιωτικό στέλεχος άσκησε αυστηρή κριτική διά μέσου των ΜΜΕ στο Κόμμα Ευημερίας για τη συμπεριφορά του τελευταίου προς τον κοσμικό χαρακτήρα του κεμαλικού κράτους, ο Ερντογάν απάντησε ότι ο συγκεκριμένος αξιωματικός όφειλε να βγάλει την στολή του πριν από την άσκηση κριτικής στην εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση. Η συμπεριφορά του αυτή ενθουσίασε τους οπαδούς του κόμματος και προκάλεσε την αγανάκτηση του στρατιωτικού κατεστημένου. Αυτή, βεβαίως, τη συμπεριφορά την επανέλαβε πιο πεισματικώς αφότου ανήλθε πλέον στην εξουσία.
Η περιοχή Κασίμπασα, όπου μεγάλωσε ο Ερντογάν, άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Όπως και ο ίδιος τονίζει, «υπήρχαν πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των οικογενειών που ζούσαν στη γειτονιά μου. Στον εξωτερικό παρατηρητή έδιναν την εντύπωση ότι όλα τα μέλη των οικογενειών της περιοχής Κασίμπασα αποτελούσαν μέλη μιας και μόνο εκτεταμένης οικογένειας». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν έχει έναν μικρό κύκλο ανθρώπων στους οποίους έχει εμπιστευτεί θέσεις κλειδιά στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό. Οι περισσότεροι είχαν διατελέσει σύμβουλοι και βοηθοί του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δημάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Συχνές είναι οι διαμαρτυρίες πολλών πολιτικών και κομματικών παραγόντων στον τουρκικό Τύπο για τον κλειστό τρόπο λειτουργίας της ομάδας των συμβούλων-βοηθών του Πρωθυπουργού, ανθρώπων όχι απαραίτητα γνωστών για τις ικανότητές τους στη διαχείριση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού, αλλά αναμφίβολα πιστών στον Ερντογάν.
Ο Ερντογάν υπήρξε δεδηλωμένος οπαδός της θρησκευτικής ομάδας των Ισκεντερτσί, των αποκαλούμενων και προτεσταντών της ισλαμικής θρησκείας, παρακλάδι του ισλαμικού τάγματος των Νακσημπεντήδων. Η φιλοσοφία του ιδρυτή της ομάδας, του Μεχμέτ Ζαχίτ Κοτκού (1897-1980), είναι πράγματι πολύ κοντά στη βεμπεριανή ερμηνεία του προτεσταντισμού, καθώς υποστηρίζει ότι η θρησκευτική κοινότητα δεν πρέπει να αναλώνει μεγάλο τμήμα από τον χρόνο της σε δοξασίες και προσευχές προς τον Αλλάχ αλλά να έχει ενεργό συμμετοχή στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.
Από τα πλέον γνωστά αποφθέγματα του Κοτκού είναι και το ότι «αυτοί που δεν έχουν την εμπειρία του εμπορίου δεν καταλήγουν να γίνουν καλοί άνθρωποι». Είναι εμφανές ότι ο Ερντογάν, δίχως να έχει παραμελήσει κάποιο από τα καθήκοντα του πιστού μουσουλμάνου, έχει να επιδείξει μια ιδιαίτερη αδυναμία προς το εμπόριο, τόσο κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής όσο και της πολιτικής του καριέρας. Δεν είναι άλλωστε περιστασιακή η προσοχή του στην ανάπτυξη του εμπορίου της χώρας και ιδιαίτερα των μουσουλμανικών επιχειρήσεων καθώς και οι συχνές επαφές του με οικονομικούς παράγοντες του εξωτερικού, στοιχείο που αποτέλεσε καθοριστικής σημασίας παράγοντα για τη βελτίωση της τουρκικής οικονομίας στα χρόνια της πρωθυπουργίας του.
Το τελευταίο στοιχείο δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με την εξωστρέφεια του Τούρκου Πρωθυπουργού. Με βάση τις αρχές της θρησκευτικής ομάδας των Ισκεντερτσί, οι πιστοί Τούρκοι πολίτες οφείλουν να έχουν ανοιχτά τα μάτια τους στις εξελίξεις (οικονομικές, τεχνολογικές, ιατρικές, επιστημονικές, κ.λπ) που λαμβάνουν χώραν στον δυτικό κόσμο, δίχως, όμως, να απολέσουν τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα και την εθνική τους ταυτότητα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι αν και έστειλε τρία από τα τέσσερα παιδιά του για σπουδές στο εξωτερικό, όταν το 2001 ανατέθηκε στον Κεμάλ Ντερβίς η αποστολή της οικονομικής σωτηρίας της χώρας, ο Ερντογάν ήταν σφόδρα αντίθετος. Θεωρούσε ότι η αποστολή αυτή θα έπρεπε να ανατεθεί σε κάποιον που έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του στην Τουρκία. Όπως και ο ίδιος έχει τονίσει, αν υπάρχει ένας και μόνο σκοπός για να ενταχθεί η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ενδυνάμωσή της και όχι η απώλεια της πολιτιστικής και θρησκευτικής της ταυτότητας ως αντιστάθμισμα προς τα οικονομικά οφέλη.