Ο Σπύρος Ασδραχάς δεν είναι πλέον μαζύ μας, ο νεκρός του αποδόθηκε στη μητρική γη της Λευκάδας, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, και όπου τον περίμεναν τα άλλα μέλη της πατρικής του οικογένειας. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά για τον Σπύρο που ο καθένας από μας ζήσαμε και αγαπήσαμε. Αισθάνθηκα παρά ταύτα την ανάγκη να γράψω δυο λόγια στη μνήμη του ανθρώπου που έζησα, αγάπησα, σεβάστηκα και με τον οποίο με συνδέει επιπλέον μια λαμπρή συγγένεια και κυρίως η μοναδική σχέση μαθητή και δάσκαλου.
Ο Σπύρος Ασδραχάς ήταν καταρχήν δημιούργημα της πόλης της Λευκάδας της εποχής του. Ο πατέρας του, Δικηγόρος, ήταν από το απέναντι Ξηρόμερο, και η μητέρα του από την Κεφαλονιά, η όμορφη αρχόντισσα κυρία Ρουμπίνα. Ο ίδιος ενσάρκωνε αυτή τη μοναδικότητα κάποιων Λευκαδίων, που τρέχει στις φλέβες τους αίμα ξηρομερίτικο, και συγχρόνως είναι το επίκεντρο της κεντρικής πλατείας της πόλης.
Μεγάλωσε στη Λευκάδα, τη μοναδική Λευκάδα της εποχής του, μια πόλη που παρά την κατάστασή της φαντασιωνόταν, και ίσως, τηρουμένων των αναλογιών, όχι άδικα, ότι ήταν το πολιτιστικό κέντρο του κόσμου. Εκεί ο Σπύρος ανέπτυξε και έδειξε για πρώτη φορά τη μοναδική του ευφυΐα και ικανότητα σύνθεσης, ενώ απέκτησε τη συνήθεια να είναι ο άνθρωπος της αγοράς, της πλατείας, εκεί μου με παρέα και ένα ποτήρι κρασί ο διανοούμενος δημιουργεί και διδάσκει με άπλετη γενναιοδωρία τους συνομιλητές του.
Ανεψιός του γιατρού Γρηγόρη, αυτής της μοναδικής προσωπικότητας της εποχής, με κοινή με εκείνον καταγωγή από τον Θοδωράκη το Γρίβα και τη Μπουμπουλίνα, αλλά και με βαθειά αγάπη στη διανόηση, δε μπορούσε παρά να γαλουχηθεί ήδη από τα πρώτα χρόνια του στα νάματα της Αριστεράς, και μάλιστα στη πιο ευγενική της μορφή.
Το αρχοντόπουλο λοιπόν αυτό της Αριστεράς ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει και να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Εκεί κάποια στιγμή, σταυροδρόμι για την προσωπική του ιστορία, γνώρισε, αγάπησε και παντρεύτηκε την Καίτη.
Η Καίτη υπήρξε το μεγάλο δώρο που η ζωή επεφύλαξε στο Σπύρο. Με στιβαρή προσωπικότητα η ίδια, μόρφωση και φιλοδοξίες για την επιστημονική της ανέλιξη, συνέβαλε με τον για άλλους ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της στην οργάνωση του άτακτου δημιουργικού μυαλού του νεαρού υψιπετούς σπάνιου Λευκαδίτη. Έτσι βρέθηκαν οικογενειακώς στο Παρίσι.
Στο Παρίσι μεσουρανούσε τότε ο Καθηγητής Νίκος Σβορώνος. Ο άλλος εκείνος μοναδικός Λευκαδίτης διέγνωσε στο Σπύρο τις σπάνιες πνευματικές αρετές και καλλιέργεια και τον υιοθέτησε πνευματικά, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν εκείνος που θα μπορούσε να τον διαδεχθεί στα ανώτατα βάθρα της επιστημονικής καταξίωσης. Ο Νίκος Σβορώνος δεν εχαρίζετο στους μαθητές του, ιδιαίτερα στους Λευκαδίτες, ήταν σκληρός με τον εαυτό του και, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ίδιο σκληρός με τους μαθητές του, από τους οποίους απαιτούσε σκληρή δουλειά και απόλυτη επιστημονικότητα.
Οι διαφορετικοί χαρακτήρες των δυο ανδρών άφησαν σε μας που τους ζήσαμε από κοντά ανεπανάληπτες αναμνήσεις, την έκφραση όλης της βαθειάς αγάπης και αμέριστου επιστημονικού σεβασμού του ενός προς τον άλλο, αλλά και τη διαφορετικότητα ως προς τον τρόπο προσέγγισης της ζωής και της επιστημονικής σταδιοδρομίας, κάτι ανάλογο προς την ιδιόρρυθμη σχέση βιολογικού πατέρα και γιού.
Ο Σπύρος ήταν σεμνός και μετρημένος στην εκφορά της προσωπικότητάς του. Έπρεπε να τον βιώσεις για να καταλάβεις το μέγεθός του και να ωφεληθείς από αυτόν. Η αριστερή πολιτική του φιλοσοφία ανευρίσκεται στην πολιτική του πράξη και στο ότι επέλεξε να μελετήσει κυρίως την οικονομική ιστορία, ενώ ήταν πάντοτε κοντά στους απλούς ανθρώπους, πράγμα όμως όχι σπάνιο για ένα αρχοντόπουλο της Λευκάδας της εποχής του. Κατά τα λοιπά, η επιστήμη του δεν υποχώρησε ποτέ στις πολιτικές του πεποιθήσεις, όπως άλλωστε και εκείνη του δασκάλου και πνευματικού του πατέρα, Νίκου Σβορώνου.
Ο Σπύρος Ασδραχάς υπήρξε για μένα συγγενής, εξάδελφος αγαπημένος μέσω της μητέρας μου, από το γριβαίϊκο, δάσκαλος, φίλος. Του οφείλω πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί, όπως πάντοτε συμβαίνει στη σχέση δάσκαλου και μαθητή. Παρακολούθησα τα μαθήματά του στη Σορβώνη, υπήρξε μέλος της επιτροπής της ιστορικής διατριβής μου, μαθήτευσα άπειρες ώρες δίπλα του με όλες τις ευκαιρίες ρουφώντας άπλετα τη σκέψη και τα πετάγματα του μυαλού του, τα χρόνια της νιότης μου.
Αυτό το βαθύ σεβασμό και την άδολη αγάπη στον μοναδικό αυτό άνθρωπο και καλό μου ξάδελφο, σκέφθηκα να εκφράσω στις λίγες αυτές γραμμές, εκεί που παρακολουθούσα μέσα στο βουβό πλήθος την τελετή του αποχαιρετισμού.
Αντίο Σπύρο.
Αθήνα, 24 Δεκεμβρίου 2017
Σπύρος Ι. Φλογαΐτης