Επαναλαμβάνω τη βασική θεωρητική άποψή μου, σύμφωνα με την οποία ο θεσμός των documenta της γερμανικής πόλης Kassel από το έτος 1955 (έτος ιδρύσεώς του) μέχρι σήμερα λειτουργεί όχι μόνο ως «τόπος» (με την αριστοτελική έννοια του όρου) έκθεσης των δεδομένων της σύγχρονης τέχνης ούτε ως οντολογική σφαίρα, από την οποία μπορεί ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής να αναζητήσει τον ιστορικό προσανατολισμό του, αλλά προ πάντων συγκροτείται ως η εικαστική και η αισθητική συνείδηση της εκάστοτε εποχής.
Στο «πρώτο μάθημα» από την documenta 14 δείξαμε ότι η πολιτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στην Αθήνα και το Κάσελ (δηλ. ανάμεσα στην ελληνική αισθητική κοινωνία και τη γερμανική αισθητική κοινωνία) αντιμετωπίζει προβλήματα «αισθητικής μεταφράσεως». Στο «δεύτερο αυτό μάθημα» θα επιδιώξουμε να αναλύσουμε, ότι η εικαστική επέκταση του Κάσελ προς την Αθήνα, υπονομεύει τελικά τον αισθητικό αυτοπροσδιορισμό του. Η documenta 14 με το θέμα: «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» αποδεικνύεται τελικά, ότι δεν έχει επεξεργασθεί ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο αισθητικό σχέδιο. Στο εκθεσιακό πρόγραμμα συμμετέχουν πολλοί και αξιόλογοι καλλιτέχνες και δημιουργοί αλλά δεν εντάσσονται ούτε σε κάποιο προγραμματικό αισθητικό σχέδιο, ούτε και σε επιμέρους εικαστικά κεφάλαια.
Εάν επιμείνει κανείς στις εικόνες του πρώτου επισκέπτη των επιμέρους εκθέσεων, τότε η ανασυγκρότησή τους θα είναι δύσκολη υπόθεση για τον κοινό νου. Η διασπορά των εικαστικών «συμβάντων», η αδυναμία των διοργανωτών να εντάξουν τους καλλιτέχνες σε στοιχειώδεις αισθητικές ενότητες, διαμορφώνουν για το κοινό το πλήρες χαοτικό περιβάλλον. Ο θεσμός των documenta από το έτος 1955 μέχρι σήμερα δε δημιούργησε τόσα εμπόδια στην «αισθητική εμπειρία» όσα η documenta 14. Καλλιτέχνες και ενδιαφερόμενοι στην «documenta 14» θα έπρεπε να υπερβούν την εμπειρία του κοινωνικού βιόκοσμου, για να κατακτήσουν την «αισθητική εμπειρία».
Αυτό εννοώ, όταν μιλάω για την Αθήνα και τη σχέση της με το Κάσελ. Ποτέ στην ιστορική εξέλιξη της αστικής κοινωνίας δεν τίθενται οι οικονομικο-υλικές συνθήκες και η υπέρβασή τους ως πραγματολογική προϋπόθεση της «αισθητικής εμπειρίας». Και όμως αυτό συμβαίνει με την «documenta 14 στην Αθήνα».
Υποστηρίζω λοιπόν, ότι η εικαστική επέκταση του Κάσελ στην Αθήνα έγινε χωρίς αισθητικό σχεδιασμό και κατέληξε σε δύο μείζονα αποτελέσματα: πρώτον, ενώ μέχρι σήμερα η «αισθητική εμπειρία» αποτελούσε το απόλυτο μέγεθος στην αστική κοινωνία, τώρα σχετικοποιείται και μπορεί να γίνει υπόθεση του κοινωνικού βιόκοσμου. Η αυτονομία της «αισθητικής εμπειρίας» καταργείται και η ίδια η τέχνη καθίσταται παράρτημα του κοινωνικού βιόκοσμου.
Το δεύτερο αποτέλεσμα έχει να κάνει με τον αισθητικό αυτοπροσδιορισμό του θεσμού «documenta» του Κάσελ. Όταν ο εικαστικός αυτός θεσμός ξεκίνησε να κάνει την ιστορική πορεία του και τον πολιτικό προγραμματισμό του το έτος 1955 με το αισθητικό πρόγραμμα που ονομάζεται η τέχνη ως η συνείδηση της εποχής μας, τότε θα πρέπει όλοι μας (εμείς οι φιλότεχνοι) να αναρωτηθούμε τι σχέση έχουν τα «συστήματα της τέχνης» με την ίδια την τέχνη. Όπως ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και την πολιτική διαμορφώθηκαν οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί, μήπως παραπλήσιες οντότητες δημιουργούνται στο μεταίχμιο ανάμεσα στους δημιουργούς και σ’ όλους εμάς που ζούμε στο καθεστώς της «αισθητικής εμπειρίας»;
Συνοψίζοντας τονίζω τα εξής: η documenta 14 ανατρέπει τη δεδομένη σχέση ανάμεσα στην «αισθητική εμπειρία» και τον κοινωνικό βιόκοσμο, αλλά ταυτόχρονα δεν προτείνει ένα άλλο εναλλακτικό αισθητικό πρόγραμμα για τη σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά «πράγματα» (με τη φιλοσοφική έννοια των όρων). Τελικά η μετάβαση από το Κάσελ στην Αθήνα δεν είναι μία υπόθεση που γίνεται με το αεροπλάνο!