Ζούμε στην εποχή της «μετά-αλήθειας» και βιώνουμε σ’ ένα πολιτικό καθεστώς μετά τα γεγονότα; Η ερώτηση αυτή διατυπώνεται και επαναδιατυπώνεται από όλους εκείνους, οι οποίοι διαμορφώνουν την «κοινή γνώμη» στο παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και από εκείνους, οι οποίοι με τον έναν ή άλλον τρόπο δημιουργούν τα πολιτικά γεγονότα και συμβάντα της εποχής μας. Ωστόσο το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί, εάν προηγουμένως δεν ανασυγκροτηθούν οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις και οι πολιτικές συνθήκες οι οποίες το υπαγορεύουν. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι πριν από δύο δεκαετίες (εκεί χρονολογικά από το έτος – τομή: 1989 μετά κατά την δεκαετία του ’90) διατυπώθηκαν θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα της εποχής τους (όπως π.χ. το σχήμα περί του «τέλους της ιστορίας) τα οποία στο πρώτο φύσημα της ιστορίας δεν άντεξαν. Την ίδια ερμηνευτική ισχύ θα έχουν, όπως φαίνεται και τα παρόντα.
Οι νεοφιλελεύθεροι στοχαστές (οι οποίοι γεννιούνται, ας σημειωθεί εν μία νυκτί) βρέθηκαν μπροστά σε γεγονότα, τα οποία δεν μπόρεσαν, ούτε, θα μπορέσουν (εννοείται θεωρητικά και πολιτικά) να επεξεργασθούν και αντί να εργασθούν ερευνητικά αποφάσισαν να οδηγηθούν σε τεχνοκρατικές ατραπούς. Αυτή τη φορά επικεφαλής τους είναι η Susan Glasser (επιθεώρηση: Politico), η οποία εισηγείται τον όρο: «μετα-αλήθεια».
Όποιος αναγνώστης των γραμμών αυτών είναι μυημένος στη φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε, ίσως σχηματίσει την εικόνα, ότι πράγματι η εποχή μας, δηλ. η ιστορικο-πολιτική συνθήκη του εικοστού πρώτου αιώνα βρήκε έναν θαυματουργό τρόπο να «απαλλαγεί από τα γεγονότα». Σας υπενθυμίζω, ότι ο Νίτσε υποστηρίζει, ότι δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά μόνον οι ερμηνείες τους. Αλλά στη δεδομένη ιστορική περίπτωση της νεοφιλελεύθερης σκέψης δεν έχουμε να κάνουμε με μία εκδοχή του νιτσεϊσμού, αλλά μία απαξίωση της ίδιας της σκέψης ως συνθήκης της «ανθρώπινης κατάστασης» (Arendt).
Επανερχόμαστε στο αφετηριακό εμπειρικό δεδομένο, το οποίο τροφοδότησε την «κατασκευή» του θεωρητικού σχήματος για την «μετα-αλήθεια”. Αυτό δεν είναι άλλο από την εκλογή του Donald Trump (8 Νοεμβρίου 2016) ως Προέδρου των Η.Π.Α. Αυτό το ίδιο το γεγονός για τους νεοφιλελεύθερους στοχαστές δεν είναι δεδομένο (Factum), αλλά είναι αποτέλεσμα μηχανισμών και διαδικασιών που έχουν να κάνουν με τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, αλλά και με τους ίδιους τους πολιτικούς δρώντες (δηλ. τον Trump), οι οποίοι δεν «λένε την αλήθεια», αλλά εντάσσονται ως πολιτικά υποκείμενα σε πολιτικά συστήματα, τα οποία τους απορρίπτουν.
Εκείνο το οποίο ως δεδομένο θα πρέπει να τονισθεί είναι η ίδια η εκλογή του Trump. Οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις θα προκύψουν στην μεταγενέστερη πορεία των πραγμάτων. Το επιστημολογικό και πολιτικό ταυτόχρονα ερώτημα έχει να κάνει με τη σπουδή που επιδεικνύουν νεοφιλελεύθεροι κύκλοι στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη για την «κατασκευή» μίας ιδέας όπως είναι η «μετα-αλήθεια», η οποία δεν θα έχει επιστημολογική ερμηνεία μίας δεκαετίας, και πολιτική ισχύ σύντομης διάρκειας. Οι αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι στοχαστές «τρομοκρατήθηκαν» με την εκλογή του Trump. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα «κατασκευάσουμε» ως σκεπτόμενα όντα μία νέα θεωρητική τρομοκρατία. Οι ιδεολόγοι της «μετά-αλήθειας» υποστηρίζουν, ότι δεν υφίστανται «γεγονότα» αλλά ότι μέσω σύγχρονων επεξεργασμένων ψηφιακών μηχανισμών κατασκευάζουμε τα νέα δεδομένα. Ο Trump, λένε είναι δημιούργημα των κοινωνικών δικτυώσεων. Αυτά σχετικά με τη θεωρητική ανάλυσή τους.
Ως τελικό θεωρητικό και πολιτικό συμπέρασμα στις αναλύσεις μου αυτές θα ήθελα να τονίσω δύο πράγματα. Πρώτον, τα «γεγονότα» ως εμπειρικά δεδομένα μέχρι σήμερα δεν έχουν αμφισβητηθεί ως πολιτική πρακτική. Εννοείται, ότι η οντολογική προβληματική είναι αγαπημένο θέμα των φιλοσόφων. Δεύτερον, η ίδια η σκέψη στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού περιπίπτει στο ίδιο λάθος που έκανε πριν από είκοσι χρόνια: μετασχηματίζεται σε ιδεολογία, δηλ. σε ψευδή συνείδηση για όλα όσα συμβαίνουν στην πολιτική κοινωνία στο παγκόσμιο επίπεδο. Η ιστορική απόσταση από το «τέλος της ιστορίας» μέχρι το μύθο της «μετα-αλήθειας» είναι μικρή (1989-2016). Ο νεοφιλελευθερισμός από τα θεωρητικά παθήματά του δε μαθαίνει τίποτε πολιτικά.