Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από την επικράτηση του “Όχι” στο χθεσινό δημοψήφισμα στην Ιταλία μένει να το δούμε. Για αρχή, σημαίνει το τέλος της πρωθυπουργίας του Matteo Renzi, ο οποίος δήλωσε ότι θα παραιτηθεί και ότι αναμένει τις προτάσεις του στρατοπέδου του “Όχι”, σε τηλεοπτικό διάγγελμα πριν λίγο. Η ήττα του είναι όμως μια εξέλιξη που χρήζει ερμηνείας. Υπάρχει η εξήγηση ότι πρόκειται για ήττα των ευρύτερων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων: “οι Ευρωπαίοι πολίτες απορρίπτουν μια Ευρώπη που αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει”, είναι μια ανάγνωση που ακούει κανείς πολύ. Μη ξεχνάμε όμως ότι την ίδια μέρα που ο Renzi έχασε το στοίχημα της πολιτικής του καριέρας, στην Αυστρία το ενδεχόμενο επικράτησης του ακροδεξιού υποψηφίου για την προεδρεία αποκρούστηκε επιτυχώς.
Ίσως το δίδαγμα να πρέπει λοιπόν να είναι πιο συγκεκριμένο: όταν εξαγγέλλεις ένα δημοψήφισμα σε μια κατακερματισμένη, δυσαρεστημένη κοινωνία, το “Όχι” θα συσπειρωθεί πολύ πιο αποτελεσματικά από το “Ναι”. Ειδικά όταν το “Ναι” αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο, και πολλές φορές σύνθετο τεχνικά σχέδιο, που μοιάζει να φέρει τη σφραγίδα του “συστήματος”, το να βρεις ένα λόγο να μη το ψηφίσεις (δεν συμφωνώ, θέλω να στείλω ένα μήνυμα, ξύπνησα στραβά, ψηφίζω αντισυστημικά κ.ο.κ.) είναι πιο εύκολο από το να συναινέσεις.
Ένα είναι πάντως βέβαιο. Σε δύσκολους καιρούς το δημοψήφισμα είναι ένα επικίνδυνο εργαλείο: υπόσχεται άμεση δημοκρατία, όμως τις περισσότερες φορές καταλήγει να υπηρετεί την ανεξέλεγκτη δημαγωγία.