Η περίφημη συμμαχία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ήταν μια έμμονη ιδέα του Ανδρέα Παπανδρέου. Δοκίμασε, προσπάθησε, πέτυχε ορισμένα πράγματα, κυρίως την περίοδο που σε Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία ήταν κεντροαριστερές κυβερνήσεις, αλλά τίποτε ουσιαστικό και σε μόνιμη βάση δεν διαμορφώθηκε, γιατί αυτό που στο τέλος υπερίσχυε ήταν το εθνικό συμφέρον.
Ο διεθνισμός της σοσιαλδημοκρατίας ήταν περισσότερο στα λόγια, αφού δεν υπήρχε ένα διεθνές κέντρο για να τον προωθήσει στην πράξη, όπως συνέβαινε με τα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά καθεστώτα την εποχή της ΕΣΣΔ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει πικρή εμπειρία σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των κυβερνήσεων των χωρών του Νότου.
Στη φάση των σκληρών διαπραγματεύσεων για το ελληνικό πρόγραμμα επιχείρησε -στην αρχή άκεφα και μουδιασμένα- να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός μετώπου προκειμένου να αμφισβητηθεί η συνταγή της λιτότητας ή, στην πιο ρεαλιστική εκδοχή, να λειανθούν οι επαχθείς πλευρές της.
Αφησε πίσω της τις απαξιωτικές αναφορές στον Ολαντρέου, μετρίασε την κριτική της στη συμβιβασμένη Κεντροαριστερά και αναζήτησε συνομιλητές. Πίστεψε ότι δίνει τον καλό αγώνα όχι μόνο για τον ελληνικό λαό, αλλά και για τους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου.
Περίμενε ανταπόκριση, αλλά εισέπραξε μόνο κάποιες κουβέντες κατανόησης από Γαλλία και Ιταλία. Διαπίστωσε επίσης πως την πιο αδιάλλακτη στάση έναντι των ελληνικών θέσεων στα Eurogroup κρατούσαν οι δεξιοί υπουργοί της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Την ίδια στιγμή, το αρχαιότερο και μεγαλύτερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης, το SPD, χαρακτήριζε την ελληνική κυβέρνηση «εν μέρει κομμουνιστική» και τον Τσίπρα αριστεριστή!
Οφείλουμε πάντως να πούμε ότι τόσο ο πρόεδρος Ολάντ όσο και ο πρωθυπουργός Ρέντσι έβαλαν πλάτη εκείνες τις ζόρικες μέρες του Ιουλίου του 2015 για να μην περάσει το δόλιο σχέδιο του Σόιμπλε για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Η πολιτική όμως για το Σύμφωνο Σταθερότητας έμεινε ίδια και απαράλλαχτη στις βασικές γραμμές της.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει: η νέα νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο σχηματισμός αριστερής συμμαχικής κυβέρνησης στην Πορτογαλία, οι προεδρικές εκλογές στην Αυστρία που έφεραν την άκρα Δεξιά προ των πυλών (θα επαναληφθούν), το πλασάρισμα της ισπανικής Αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, η ήττα του Ρέντσι στις δημοτικές εκλογές στην Ιταλία και η άνοδος του Πέπε Γκρίλο που θέλει επιστροφή στη λιρέτα, η βύθιση των Σοσιαλιστών στη Γαλλία και η κοινωνική έκρηξη με αφορμή τα εργασιακά, το Brexit και ορισμένες δηλώσεις αυτοκριτικής των επικυρίαρχων (ακόμη και του Σόιμπλε) ότι η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει, διαφορετικά δεν θα επιβιώσει.
Κάποιοι θεώρησαν ότι οι συνθήκες είναι τώρα ευνοϊκές για να οργανωθεί μια υπολογίσιμη αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό. Η αφορμή δόθηκε με τις υποθέσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Και οι δύο χώρες, με ευθύνη των δεξιών κυβερνήσεων, τη συνέπεια των οποίων στην εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής αποθέωναν με διθυράμβους Βερολίνο και Βρυξέλλες, απέτυχαν να πιάσουν το όριο του ελλείμματος και σήμερα βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο Σόιμπλε και οι σύμμαχοί του (σαν να μην έχει συμβεί τίποτε ανησυχητικό για το μέλλον της Ευρώπης) επιμένουν ότι πρέπει να τηρηθούν αυστηρά οι κανόνες και να επιβληθούν κυρώσεις (για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωζώνης) ώστε να μη δημιουργηθεί «κακό» προηγούμενο.
Ηταν μια χρυσή ευκαιρία για Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία να αντιδράσουν δυναμικά, με δεδομένη την οργισμένη απάντηση της κυβέρνησης της Πορτογαλίας (για τον Ραχόι ας μη μιλήσουμε, αυτός θα κάνει ό,τι του υπαγορεύσουν ο Σόιμπλε, οι Ισπανοί τραπεζίτες και βιομήχανοι που τον χρηματοδοτούν πάνω και κάτω από το τραπέζι).
Η Ελλάδα, διά του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, κατέθεσε τη ζωηρή διαφωνία της στο Eurogroup, ωστόσο οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ιταλίας περιορίστηκαν σε χλιαρές παρατηρήσεις. Γιατί;
Η Γαλλία έχει κι αυτή πρόβλημα με το έλλειμμά της και κατάφερε να πάρει εξαίρεση («επειδή είναι η Γαλλία», όπως είπε ο Γιούνκερ), ενώ η Ιταλία, εκτός από το χρέος της που έχει φτάσει στα ύψη, αντιμετωπίζει θέμα με τα «κόκκινα» δάνεια και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματός της.
Και οι δύο χρειάζονται την ανοχή της Γερμανίας προκειμένου να μην υποχρεωθούν το επόμενο διάστημα να λάβουν επώδυνα μέτρα, όπως επιτάσσει το ιερό (για τους άλλους) Σύμφωνο Σταθερότητας.
Και στις δύο χώρες θα έχουμε εκλογικές αναμετρήσεις (δημοψήφισμα στην Ιταλία, προεδρικές στη Γαλλία), από το αποτέλεσμα των οποίων θα κριθεί το μέλλον του Ολάντ και του Ρέντσι.
Ο πρώτος θα παλέψει να μπει στον δεύτερο γύρο και ο δεύτερος έχει δηλώσει πως αν χάσει το δημοψήφισμα θα παραιτηθεί. Συνεπώς είναι ευάλωτοι. Φοβούνται μια μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία.
Ελπίζουν πως παίζοντας καθυστέρηση και κάνοντας ηττοπαθείς συμβιβασμούς θα αποτρέψουν το κακό για τις χώρες τους και θα πέσουν στα μαλακά Ισπανία και Πορτογαλία. Είναι σφόδρα πιθανόν στο τέλος να χάσουν σε όλα τα επίπεδα. Τα τσακάλια δεν καταλαβαίνουν από καλοπιάσματα. Στη φύση τους είναι να τρέφονται από τις σάρκες των λιγόψυχων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.efsyn.gr