Στο σπουδαίο του Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας του, ο Π. Ουλής (2010) σημειώνει πως η προσοχή αποτελεί μια σύνθετη ψυχοφυσιολογική λειτουργία αναντικατάστατης σημασίας, η οποία διακρίνεται σε τρεις τύπους, στην επιλεκτική προσοχή, κατά την οποία προσδιορίζονται οι στόχοι και ο χωροχρονικός προσανατολισμός του ατόμου, στην διατηρούμενη προσοχή, κατά την οποία εξασφαλίζεται η εγρήγορση και η προσήλωση του ατόμου στους αρχικούς στόχους και στην ελεγκτική προσοχή, κατά την οποία λαμβάνουν χώρα ο έλεγχος της εστίασης, η μετατόπιση της σε άλλους παρεμφερείς στόχους, η παράλληλη επεξεργασία των αρχικών στόχων, αλλά και η τελική επαναφορά σε αυτούς.
Τι συμβαινει όμως, όταν η ικανότητα εστίασης του ατόμου παρουσιάζει δυσλειτουργία; Κάτι τέτοιο μπορεί να μεταφραστεί με τους όρους: απροσεξία, δηλαδή τη βραχυπρόθεσμη διάρκεια εστίασης, διάσπαση, δηλαδή τη σύντομη εξάντληση ή κόπωσή της προσοχής, ακαμψία, δηλαδή τη δυσκολία μετατόπισης της προσοχής και μεγάλη διάρκεια διατήρησής της σ’ έναν στόχο και τέλος περισπασιμότητα, δηλαδή στην ανεξέλεγκτη και αποσπασματική εστίαση σε διάφορους στόχους, με μικρή ωστόσο χρονική διάρκεια διατήρησης στον καθέναν από αυτούς.
Ο καθορισμός των προβλημάτων εστίασης είναι, συνήθως, εύκολη διαδικασία μια και δεν συνειδητοποιούμε πόσο αναγκαίο τμήμα της ψυχοπνευματικής μας υπόστασης αποτελεί η ικανότητα του ανθρώπου να απομονώνει, να συνδυάζει, να γενικεύει , αλλά και να επιμερίζει τα ερεθίσματα. Επομένως, η δυσλειτουργία εστίασης είναι συνήθως αισθητή, διότι σαν ντόμινο συμπαρασύρει κι άλλες λειτουργίες, για παράδειγμα, τον προσανατολισμό του ατόμου ή τις εγκεφαλικές διεργασίες που απαιτούν την απομόνωση ή την εστίαση ερεθισμάτων στο χωροχρονικό πλαίσιο.
Συνήθως, οι ειδικοί εξετάζουν την πιθανότητα διαταραχής στην εστίαση παρατηρώντας την ικανότητα του ατόμου να αντιστρέψει διάφορα ποσοτικά μεγέθη και σειρές διαδοχής. Για παράδειγμα, μπορούμε να εξετάσουμε την ικανότητα του ατόμου να εκφωνήσει μια πρόταση από το τέλος προς την αρχή, το όνομά του ή τον ζωδιακό κύκλο ανάποδα. Κάτι τέτοιο στην ουσία προϋποθέτει την ταυτόχρονη εστίαση της προσοχής στον αρχικό στόχο/ ερέθισμα πχ αρχικό γράμμα ονόματος και στον δευτερεύοντα στόχο/ερέθισμα πχ τελικό γράμμα ονόματος, ενώ παράλληλα το άτομο αναγκάζεται να μετατοπίσει την προσοχή, αλλά και να την επαναφέρει στο αρχικό ερέθισμα (Ουλής, 2010).
Βιβλιογραφία
Ουλής, Π. (2010).Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας. Βήτα: Αθήνα.