Με χαμηλούς τόνους και μικρές προσδοκίες η ελληνική κυβέρνηση υποδέχεται το Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Αν και οι δύο πλευρές, θα επιθυμούσαν μια πιο στενή συνεργασία, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εφικτό υπό τις παρούσες συνθήκες, καθώς η πλήρης συμμόρφωση της χώρας μας με τις απαιτήσεις των δανειστών, δεν της αφήνει περιθώρια, για σημαντικές συμφωνίες στους κρίσιμους τομείς της ενέργειας και των αποκρατικοποιήσεων.
Για να αντιληφθούμε τις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντά η προσέγγιση Αθήνας – Μόσχας, θα πρέπει να εξετάσουμε την πολιτικοοικονομική συγκυρία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας «πόλεμος» συμφερόντων, μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Ρωσίας, με αφορμή την ενέργεια.
Κλειδί στις εξελίξεις, είναι η αδυναμία της Ε.Ε να ασκήσει αυτόνομη εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η εξάρτηση της από το ΝΑΤΟ, την καθιστά ευάλωτη στις πιέσεις των Αμερικανών, οι οποίοι συστηματικά επιδιώκουν να παρεμβαίνουν στις εξελίξεις στην περιοχή, με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους. Τα τελευταία χρόνια με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία, και την επακόλουθη κρίση στις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία, που οδήγησε στην επιβολή εμπάργκο μεταξύ των δύο πλευρών, επιχειρούν την επαναχάραξη του ενεργειακού χάρτη της περιοχής. Στόχος τους είναι να σπάσουν το ρωσικό μονοπώλιο εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο, για την εισαγωγή αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου, στη Γηραιά Ήπειρο.
Τα σχέδια των αμερικανών, για άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, όπως είναι λογικό, έχουν φέρει τη Μόσχα σε πολύ δύσκολη θέση, η οποία με αιχμή του δόρατος την ενέργεια, κατάφερε να αναβιβαστεί σε ισχυρό διεθνή παράγοντα, ικανό να επηρεάζει τις εξελίξεις. Ο κίνδυνος απώλειας σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής αγοράς, θέτει σε κίνδυνο την ισχύ της, γεγονός που την οδηγεί, σε αναζήτηση νέων συμμαχιών σε ευρωπαϊκό αλλά, και σε διεθνές επίπεδο.
Οι παραπάνω εξελίξεις, καθώς και η σοβαρή κρίση στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας με αφορμή τον πόλεμο στη Συρία, δημιουργούν μεγάλες ευκαιρίες για τη χώρα μας, η οποία λόγω της γεωγραφικής της θέσης και ως μέλος της Ε.Ε, θα μπορούσε να επωφεληθεί, συνάπτοντας επικερδείς συμφωνίες, με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, για τη μεταφορά ενέργειας από το έδαφος της, εξασφαλίζοντας για την ίδια, ενεργειακή επάρκεια, χαμηλές τιμές, νέες θέσεις εργασίας και αναβάθμιση της γεωστρατηγικής της θέσης.
Τα γεωπολιτικά όμως παιχνίδια μεταξύ των χωρών παραγωγής (Η.Π.Α- Ρωσίας) αλλά και των καταναλωτών (Ε.Ε), δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στις χώρες διέλευσης, όπως η Ελλάδα, οι οποίες ανάλογα με την ισχύ που διαθέτουν, προσπαθούν να αποσπάσουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη. Η χώρα μας πλήρως εξαρτημένη από τους δανειστές της, Αμερικανούς και Ευρωπαίους, δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ώστε να επωφεληθεί από τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα να χάνει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης.
Η Ρωσία από την πλευρά της, αν και επιθυμεί διακαώς να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στην περιοχή της Ευρασίας, την οποία θεωρεί ζωτικό της χώρο, από την εποχή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, δεν δείχνει να τα καταφέρνει μέχρι στιγμής, καθώς όλες σχεδόν οι χώρες που ήλεγχε κατά το παρελθόν, έχουν στραφεί προς τη Δύση, ταυτίζοντας τα συμφέροντα τους με την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή η αδυναμία της Μόσχας, να στηρίξει οικονομικά χώρες όπως η Ελλάδα με σημαντική γεωπολιτική θέση αλλά, εξαθλιωμένες οικονομικά, οι οποίες αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης εκτός από το Δ.Ν.Τ και την Ε.Κ.Τ, της στερεί τη δυνατότητα αύξησης της επιρροής της στην περιοχή.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, πως στο σύγχρονο κόσμο, οικονομία και εθνική κυριαρχία είναι έννοιες ταυτόσημες, καθώς η μια είναι προϋπόθεση της άλλης και μια καλή γεωγραφική θέση στον παγκόσμιο χάρτη, δεν είναι αρκετή για να εξασφαλίσει τη συνέχεια ενός κράτους.