Στην Ελλάδα, η λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης ως θεσμού είναι συλλογική με δημόσιο χαρακτήρα και βασίζεται στις αρχές: της καθολικότητας και της αναλογικής ισότητας, της υποχρεωτικότητας, της ανταποδοτικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αλληλεγγύης των γενεών.
Οι επιπτώσεις της τρέχουσας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικοασφαλιστικό ισοζύγιο στο επίπεδο των εσόδων (μείωση εισφορών –συρρίκνωση μισθών, ανασφάλιστη εργασία, ανεργία-, μείωση κρατικής χρηματοδότησης, κακοδιαχείριση αποθεματικών, μείωση της αποδοτικότητας των επενδύσεων), αλλά και των παροχών (αύξηση των συνταξιούχων –πρόωρη συνταξιοδότηση, αύξηση προσδόκιμου ζωής-, αύξηση κοινωνικών επιδομάτων).
Το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηρίζεται από:
- Έλλειψη διαφάνειας, πολυδιάσπαση και σπατάλη.
- Έλλειψη μηχανογράφησης, παρακολούθησης και ελέγχου .
- Νομοθετική πολυπλοκότητα που συνεπάγεται αδιαφάνεια και διακριτική μεταχείριση, απουσία κανόνων για τον ακριβή τρόπο χρηματοδότησης.
- Εισφοροδιαφυγή-εισφοροαποφυγή.
- Έλλειψη ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων για την οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων και ευκαιριακές αναλογιστικές μελέτες.
- Έλλειψη ανταποδοτικότητας: οι εισφορές δεν συσχετίζονται με τις παροχές, οι οποίες επιπροσθέτως δεν είναι ποιοτικές.
Η «εύκολη λύση» είναι αφενός η φορολογικοποίηση της χρηματοδότησης του συστήματος με αύξηση των εισφορών χωρίς ανάλογη ανταποδοτικότητα στις παροχές και αφετέρου η περικοπή των υφιστάμενων παροχών. Μόνο που έτσι εξερχόμαστε των συνταγματικών ορίων, μεταλλασσόμαστε από σύστημα αλληλεγγύης σε αρένα σύγκρουσης των γενεών και η συνταξιοδοτική παροχή μετατρέπεται σε συνταξιοδοτικό βοήθημα, στο όνομα της αμφίβολης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της αναλογικής ισότητας, η θεσπιζόμενη ρύθμιση δεν μπορεί να επιβάλει αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις ούτε να μεταχειρίζεται διαφορετικά τα όμοια και ίσα τα ανόμοια.
Και ναι μεν δεν κατοχυρώνεται η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών αλλά η αναλογική ανταποδοτικότητα, κατά την οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως η παροχή σε καταβληθείσες εισφορές ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός, πρέπει να είναι ικανή να εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτηθεί κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Για να εξασφαλίζεται η ως άνω αναταποδοτικότητα, το κράτος οφείλει, πρωτίστως, να διαχωρίζει τις παροχές του ως κράτος – πρόνοια, προκειμένου αυτές να χρηματοδοτούνται από την φορολογία, από εκείνες του κοινωνικού κράτους, ώστε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να λειτουργεί εξορθολογιστικά και χωρίς «βαρίδια». Επιπλέον, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών, φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. 2287/2015 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ), γνωμοδότηση Ολομ. ΕΣ 24.6.2010).
Η ανεύρεση πόρων για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί παρά να εμπεριέχεται στις αναπτυξιακές πολιτικές, στις πολιτικές απασχόλησης, στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας αλλά και στην ενθάρρυνση-δημιουργία νέων παραγωγικών πεδίων και σε ένα ορθολογικό και σταθερό φορολογικό σύστημα. Δεν νοείται προαγωγή της οικονομίας με διπλή υπέρμετρη επιβάρυνση αφενός μεν στη φορολογία και στην ασφάλιση, αφετέρου δε για τον ίδιο λόγο (εισφορά αλληλεγγύης και αύξηση ασφαλιστικών εισφορών για κάλυψη προνοιακών επιδομάτων και παροχών). Τέλος, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί ο θεσμός των Επαγγελματικών Ταμείων και να δοθεί η δυνατότητα στον πολίτη επιλογής χαμηλής κλίμακας ασφαλιστικών εισφορών με αντίστοιχη παροχή και συμπληρωματικών παροχών από τις ασφαλιστικές εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, που θα λειτουργούν εντός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου, υπό την κρατική εποπτεία.
Το κράτος-πρόνοια υπήρξε θύμα της επιτυχίας του αλλά κατέρρευσε μαζί με την οικονομία και πλέον θυματοποιεί του πολίτες του!