Το όνομά του είναι Σαμπά. Είναι παράνομος μετανάστης στη Γαλλία. Με πλαστά χαρτιά και ταυτότητες βρίσκει δουλειές για να βγάζει τα προς το ζην. Όμως, η αστυνομία τον συλλαμβάνει. Η αίτηση για χορήγηση ασύλου απορρίπτεται και ο χρόνος μετρά αντίστροφα για να απελαθεί. Ο Σαμπά στρέφεται σε ανθρωπιστική οργάνωση που ασχολείται με θέματα μεταναστών. Εκεί, γνωρίζει την Αλίς, εθελόντρια με τις δικές της τραυματικές εμπειρίες. Και το κουβάρι ξετυλίγεται ή ίσως μπερδεύεται ακόμη περισσότερο…
Αυτό είναι το σενάριο της ταινίας «Samba» των Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό.
Πόσο εύκολο είναι στην πραγματική ζωή της Γαλλίας οι ξένοι και ντόπιοι να συνυπάρξουν; Και όχι μόνο να συνυπάρξουν, αλλά να ζήσουν τον έρωτά τους στην παρανομία και τις απαγορεύσεις. Σε μια Γαλλία όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Μαρίν Λε Πεν και το ακροδεξιό κόμμα να περνά με άνεση στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017.
Το 2010, o Μάικλ Κοσγκρόουβ, Βρετανός μεταφραστής που είχε μετακομίσει στη Γαλλία το 1993, έγραφε στον Guardian: «Εάν εγώ δυσκολεύτηκα να ενταχθώ, πόσω μάλλον οι μετανάστες από τις αφρικανικές χώρες».
Ο Κοσγκρόουβ όταν άλλαξε διεύθυνση κατοικίας αναγκάστηκε να πάει στο αστυνομικό τμήμα για να το δηλώσει. Εκεί, η συμπεριφορά των αστυνομικών ήταν απαράδεκτη, λέει και αυτό που επεδίωκε ο νόμος που ίσχυε τότε ήταν πλήρες φακέλωμα.
Εκείνος έσκισε την ταυτότητα του μετανάστη και η απάντηση που πήρε από τις αρχές ήταν: «Είσαι τυχερός που δεν είσαι από την Αφρική».
Τα πράγματα από τότε άλλαξαν. Για τους Ευρωπαίους. Η ζωή τους έγινε πιο απλή. Όχι όμως και για όσους προέρχονται από την Αλγερία, το Μαρόκο, την Τυνησία.
Περισσότεροι από 6,5 εκ. μετανάστες στη Γαλλία προέρχονται από αφρικανικές χώρες.
Η περιπέτεια όσων μπαίνουν παράνομα δεν σταματά. Διαρκές κυνηγητό, κρυφτό με την αστυνομία και πλαστές ταυτότητες που χρυσοπληρώνουν.
Κι από την άλλοι οι εργοδότες που κάνουν τα στραβά μάτια.
Όλοι έχουν μάθει να ξεχωρίζουν τις κακοφτιαγμένες πλαστές άδειες εργασίας.
Τι σημασία έχει όμως, όταν φθηνά εργατικά χέρια δημιουργούν τα πιο λαχταριστά γκουμέ πιάτα των πολυτελών εστιατορίων. Σ’αυτή την περίπτωση οι διακρίσεις πάνε περίπατο.
Γιατί, τελικά τα «γαλλικά πιάτα» δεν είναι τόσο γαλλικά…