Κατά τις επικείμενες εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη του προέδρου της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ οι πολίτες της ελληνικής πολιτικής κοινωνία αναμένουν να επικρατήσει η λογική της αρχής της αντιπροσώπευσης. Πράγμα που σημαίνει, ότι οι προ-αστικές λογικές των πελατειακών σχέσεων επιτέλους θα πρέπει να υποχωρήσουν και εννοείται το ίδιο ισχύει και για τις λογικές της ανταπόδοσης, οι οποίες κράτησαν και κρατούν τη συλλογικότητα της Δεξιάς μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (έτος 1949) δέσμια σε φέουδα ευκαιριακής εξουσίας.
Το ερώτημα είναι σαφές: μπορεί το εκλεκτορικό σώμα της 10ης Ιανουαρίου 2016 να παίξει έναν τόσο προσδιοριστικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση της πολιτικής ταυτότητας της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ σε διαδικαστικό επίπεδο; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση σ’ ένα άλλο, ουσιαστικό αυτή τη φορά, ερώτημα: ποιο είναι το επίδικο αντικείμενο (θέμα), για το οποίο καλούνται οι πολίτες (ψηφοφόροι) να αποφασίσουν; Εννοείται, ότι η απόφασή τους δεν έχει να κάνει με κάποιο προσωποκεντρικό θέμα. Δεν αποφασίζουν για τον Μεϊμαράκη ή για τον Μητσοτάκη. Η απόφασή τους αναφέρεται στην ιδεολογία και κατά συνέπεια στην εφηρμοσμένη πολιτική, η οποία θα προκύψει απ’ αυτήν.
Η εσωκομματική σύγκρουση ανάμεσα στους Μεϊμαράκη και Μητσοτάκη είναι μία ιδεολογική διαμάχη και οι ψηφοφόροι ως τέτοια καλούνται να την αντιμετωπίσουν, ως τέτοια να την επεξεργασθούν και τα τελικά συμπεράσματά τους να «μεταφρασθούν» σε ψήφο, και ενδεχομένως στις επόμενες δεκαετίες σε κυβερνητική εξουσία για την ελληνική πολιτική κοινωνία. Ως ιδεολογική διαμάχη ορίζεται η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο οντότητες: το κράτος και την αγορά και το ρόλο τους στην οργάνωση και τη διευθέτηση των κοινωνικών αντιθέσεων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο Μεϊμαράκης εκφράζει για τα πολιτικά δεδομένα της ελληνικής «μεταπολίτευσης» και πιο συγκεκριμένα για την κυβερνητική πραγματολογική πρακτική του κόμματος της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ το κρατικό ριζοσπαστισμό, δηλ. την ενεργό ανάμειξη του κράτους ως δυναμικού (ίσως και ανεξέλεγκτου) μηχανισμού στα κοινωνικά δρώμενα. Σ’ αυτή την περίπτωση οι πολίτες περιορίζονται στο ρόλο του εκλογικού σώματος. Δεν έχουν πολιτική φωνή. Απεγνωσμένα αναζητούν μία θέση στον «πελατειακό ήλιο» ο οποίος δε λάμπει για όλους.
Αντιθέτως, ο Μητσοτάκης εισηγείται ένα ακόμη πρόγραμμα «εκσυγχρονισμού» το οποίο αναφέρεται στο ρόλο και τη λειτουργία της αγοράς ως ρυθμιστικού παράγοντα των κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Επειδή όμως η αγορά ως οντότητα δεν είναι ενιαία θα πρέπει ο ίδιο ο υποψήφιος να μας εξηγήσει: σε ποια αγορά αναφέρεται. Έχουμε την αγορά που παράγει, την αγορά που διανέμει, την αγορά του ανταλλακτικού χρήματος, την αγορά του χρηματοπιστωτικού χρήματος κ.α. Καλείται λοιπόν ο υποψήφιος Μητσοτάκης να διευκρινίσει στο ενδοκομματικό ακροατήριό του σε ποια αγορά αναφέρεται όταν αυτήν την αγορά καθιστά ρυθμιστή ελευθερίας και δικαιοσύνης στα κοινωνικά προβλήματα.
Εάν σ’ αυτήν την πολιτική μακροκλίμακα η εσωκομματική σύγκρουση ανάμεσα στους Μεϊμαράκη και Μητσοτάκη καταγράφεται ως ιδεολογική διαμάχη για τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και της αγοράς, πολλοί θέτουν το ερώτημα ότι η διαπάλη αυτή είναι κενή περιεχομένου. Η απάντησή μου ως πολιτικού φιλοσόφου, σ’ αυτήν την ένσταση είναι η εξής: όπως στο αρχικό διαδικαστικό ερώτημα το εκλογικό σώμα θα απαντήσει με τρόπο ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό σε σχέση με την αρχή της πραγματικής αντιπροσώπευσης έτσι και επί του περιεχομένου (επί του επί επιδίκου αντικείμενου) η απάντηση είναι η εξής: το εκλογικό σώμα ή θα αναπαράγει τα παραδεδόμενα ή θα ανοίξει νέους δρόμους. Το κράτος ως πελατειακή οντότητα ή η αγορά η δημιουργική αρχή οργάνωσης της κοινωνικής συλλογικότητας δεν είναι υπαρκτικό δίλημμα. Είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο θα επεξεργασθεί η ίδια η ελληνική κοινωνία, εάν όμως προηγουμένως διαμορφώσει επιμέρους κομματικές συλλογικότητες σε μικροεπίπεδα. Τώρα επιβάλλεται να συγκροτηθεί η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ως κομματική συλλογικότητα στο επίπεδο της ιδεολογίας και στη δομή της αντιπροσώπευσης.