Στο σχολικό μάθημα της πολιτικής γεωγραφίας μαθαίνουμε, ότι η Ευρώπη είναι μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας. Αργότερα όσο μεγαλώνουμε, στο πλαίσιο της πολιτικής μας εκπαίδευσης αποκτούμε σταδιακά τη συνείδηση, ότι η Ευρώπη εκτός από γεωγραφική ήπειρος είναι και ένα άλλο «πράγμα», το οποίο την κάνει να διαφέρει ριζικά από τις άλλες ηπείρους. Πρόκειται γι’ αυτό που λέει ο γερμανός φιλόσοφος Husserl (1859-1938) ότι είναι η Ευρώπη: «ιστορική αλληλουχία ελλόγων στόχων» στο κείμενό του: «Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία» (1935).
Πράγματι περισσότερο από κάθε άλλον πολίτη του κόσμου και καλύτερα από κάθε άλλο άτομο εμείς οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε αντιληφθεί ότι η Ευρώπη ως ιστορική πραγματικότητα επί δύο αιώνες τώρα (κατά τους δέκατο ένατο και εικοστό αιώνες) εξελίχθηκε μέσα από παλινωδίες, βάδισε σε δύσκολους δρόμους, οδηγήθηκε σε πολέμους, έζησε τη φρίκη της καταστροφής, αλλά τελικά το πνεύμα του πολιτικού διαφωτισμού επικράτησε και θριαμβεύει κατά τα τελευταία εβδομήντα χρόνια στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εάν θέλουμε να μεταφράσουμε τα λόγια του Husserl σε μία σύγχρονη γλώσσα πολιτικής φιλοσοφίας αυτά μπορούν να συνοψισθούν στην πρόταση: η σύγχρονη Ευρώπη είναι το γνήσιο τέκνο του πολιτικού διαφωτισμού.
Θα αναρωτηθεί όμως κανείς: έχουν έτσι τα πράγματα σήμερα στην Ευρώπη, η οποία μαστίζεται από μία πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση; Ας διευκρινισθεί, εξ αρχής, ότι δεν αναφερόμαστε μόνον στην «ελληνική περίπτωση», στο «ελληνικό πρόβλημα», το οποίο από μόνο του είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά ταυτόχρονα εμπλέκεται με την ευρύτερη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης. Το ελληνικό οικονομικό σύστημα ως υπερχρεωμένο σύστημα συνδέθηκε με το ευρύτερο σύστημα της Ευρωζώνης σε νομισματικό επίπεδο ενώ σε οικονομικό επίπεδο δεν ήταν ομοιογενές. Τα υπέρογκα δάνεια της ελληνικής οικονομίας και οι διαρθρωτικές ιδιομορφίες της από τη μία και η πρόταξη της νομισματικής ένωσης έναντι της οικονομικής στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, συνιστούν τη ρίζα του κοινωνικού κακού που ονομάζουμε: κοινωνική κρίση στην ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Εάν οι αναλύσεις αυτές είναι σωστές, τότε όλοι όσοι διαθέτουμε τον κοινό νου και τη διαφωτιστική πολιτική παιδεία αντιλαμβανόμαστε, ότι το κοινωνικό κακό μπορεί να ξεριζωθεί μόνον όταν και εφ’ όσον αυτές οι δύο αιτίες αντιμετωπισθούν με πολιτικές μεθόδους και πολιτικά μέσα. Και αυτά δεν είναι άλλα από τα περιεχόμενα που συμπυκνώνονται στην ιδέα της πολιτικής αλληλεγγύης και φορείς της είναι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ίδια η ιδέα της πολιτικής αλληλεγγύης είναι κλασσική και η γέννησή της συνδέεται με τις αστικές πολιτικές επαναστάσεις του δέκατου ένατου αιώνα. Ως ιδέα διαφέρει από την φιλανθρωπία ή την κοινοτική αλληλεγγύη στο βαθμό που προϋποθέτει άτομα ή κοινωνικές συλλογικότητες που αυτοπροσδιορίζονται σε πολιτικό επίπεδο για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό που απειλεί την ίδια την πολιτική ύπαρξή τους.
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μία ακόμη δύσκολη μεταβατική ιστορική φάση στην εξέλιξή της για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, επειδή στο εσωτερικό της έχει να αντιμετωπίσει ένα γραφειοκρατικό τέρας (το τέρας των Βρυξελλών, για το οποίο μιλάει ο Enzensberger) και δεύτερον, επειδή η επίθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν είναι μία επίθεση μόνον εναντίον της πολιτικής, αλλά εναντίον του ίδιου του ανθρώπου. Η τεχνική ως χρήμα απειλεί την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό το λόγο, ο Jürgen Habermas γράφει σ’ ένα κείμενό του με έμφαση: «Η πολιτική της υποδούλωσης της ζωής στις επιταγές της αγοράς πρέπει να ανατραπεί».
Η τεχνοκρατία (η τεχνική) ως μέθοδος επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων και η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε πλανητικό επίπεδο αποτελούν τα δύο μείζονα δομικά χαρακτηριστικά της εποχής μας. Οι πολίτες των επιμέρους εθνικών κρατών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και οι πολίτες όλων των κρατών στον πλανήτη μας επεξεργάζονται μέσω οργανωτικών πρωτοβουλιών μεθόδους αντίστασης απέναντι στα δύο αυτά μυθολογικά τέρατα. Για την πολιτική συγκυρία της «ελληνικής περίπτωσης» έγινε ένα αποφασιστικό βήμα: εγκαταλείφθηκε η τεχνοκρατική διαδικασία (η τρόικα) για να επιλυθεί το πρόβλημα του ελληνικού κρατικού χρέους. Η πλευρά όμως των δανειστών (κράτη-μέλη της Ευρωζώνης) παραμένει προσκολλημένη στο παρωχημένο μοντέλο συνεννόησης. Έχουμε να κάνουμε στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις μ’ ένα οργανωτικό πολιτικό κενό.
Από την άλλη η πολιτική εφαρμογή της ιδέας της αλληλεγγύης, όπως φαίνεται, δεν μπορεί να γίνει στο οργανωτικό επίπεδο των κυβερνητικών δομών. Μπορεί να γίνει μόνο στο επίπεδο των συνειδήσεων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνον εάν τα άτομα σταδιακά αποκτήσουν συνείδηση ευρωπαίου πολίτη εκτός και πέρα από τη συνείδηση του πολίτου του έθνους – κράτους μπορεί να ισχυροποιηθεί η ευρωπαϊκή ενότητα, δηλ. να θεωρηθεί ότι π.χ. το κρατικό αυστριακό χρέος είναι χρέος των ελλήνων πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται και ως ευρωπαίοι πολίτες. Σε διαφορετική περίπτωση θα κυνηγάμε ιστορικά φαντάσματα στα ερείπια του αντιευρωπαϊσμού. Ο πολιτικός διαφωτισμός όμως, όπως και η ιδέα της πολιτικής αλληλεγγύης, μας ανήκουν και δεν μπορούμε να τα θεωρούμε «σκουπίδια της ιστορίας». Η πολιτική ένωση της Ευρώπης δεν μπορεί να περιμένει.