Το προσφυγικό ζήτημα ως το κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας προκαλεί φόβο, πανικό και αμηχανία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από τον Απρίλιο του 2015 η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτική οντότητα άρχισε σταδιακά να αντιλαμβάνεται, ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα το οποίο μέχρι τώρα ήταν για την ίδια τουλάχιστον, για το πρόσφατο παρελθόν της, άγνωστο στην έκταση που αναδύθηκε. Κατά την μεταπολεμική περίοδο το πρόβλημα που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έζησαν ονομάζεται: μεταναστευτικό. Αυτό το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικό ως πολιτικό και ως υπαρξιακό πρόβλημα από το προσφυγικό ζήτημα. Κατά συνέπεια και οι πρακτικές και οι διαδικασίες που υιοθετούνται για τη διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος δεν μπορούν να ακολουθηθούν στην περίπτωση του προσφυγικού ζητήματος. Για παράδειγμα στην περίπτωση του μετανάστη υιοθετούνται η πρακτική της ενσωμάτωσης στην κοινωνία της πλειοψηφίας ή η διαδικασία της αναγνώρισης της μειονότητας. Και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος είναι η πολιτική συνύπαρξη ατόμων τα οποία διαφοροποιούνται σε επίπεδο πολιτισμικής ταυτότητας με την ευρύτερη έννοια (εθνική συνείδηση, γλώσσα, θρησκεία κ.α.).
Το ερώτημα το οποίο τίθεται και το οποίο αναφέρεται στον πρόσφυγα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: ισχύουν και στην περίπτωση του πρόσφυγα οι ίδιες πρακτικές και οι ίδιες τεχνικές και διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον μετανάστη; Με άλλα λόγια από τη στιγμή που από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας δεχθούμε ότι η μετανάστευση και η προσφυγιά είναι δύο διαφορετικά κοινωνικά προγράμματα πολιτικής αναγνώρισης στις σύγχρονες πολιτικές κοινωνίες τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι και η λύση των δύο προβλημάτων είναι εντελώς διαφορετική. Η λύση του μεταναστευτικού προβλήματος δίδεται κατά την μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις μέρες μας στο πλαίσιο δύο πολιτικών και υπαρξιακών προϋποθέσεων. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διατήρηση και τη διαφύλαξη της ενότητας της οντότητας που ονομάζεται: εθνικό κράτος. Σ’ αυτή την οντότητα ο μετανάστης εντάσσεται με άξονα τις πρακτικές ενσωμάτωσης και αναγνώρισης που θεσπίζουν στα συνταγματικά τους κείμενα τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη. Η δεύτερη προϋπόθεση αναφέρεται στις άτυπες μαθησιακές διαδικασίες οι οποίες εγγυώνται στους μετανάστες ως άτομα σε πολιτισμικό επίπεδο να διατηρούν τον τρόπο ζωής τους και τα χαρακτηριστικά που αποτελούν τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Στην περίπτωση της μετανάστευσης ως κοινωνικού προγράμματος πολιτικής συνύπαρξης το ιδιαίτερο και ουσιώδες χαρακτηριστικό του είναι η υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση του εθνικού κράτους ως πολιτικής οντότητας.
Το προσφυγικό ζήτημα όμως θέτει υπό ριζική αμφισβήτηση το εθνικό κράτος και θα προσθέσουμε επιπλέον ότι θέτει υπό δοκιμασία και την Ευρωπαϊκή Ένωση ως την πρώτη ιστορικά μορφή μεταεθνικής δημοκρατίας (βλ. τον χαρακτηρισμό από τον Ε. Grande). Ο πρόσφυγας ως τύπος ανθρώπου έχει το δικό του τρόπο ζωής και τη δική του πολιτισμική αυτοσυνείδηση. Και ισχύει για το άτομο αυτό ό,τι ισχύει για όλα τα άτομα: ενδιαφέρεται να επικρατήσει η δική του ιδιαίτερη αδιαπραγμάτευτη και αδιαμεσολάβητη προσωπική του ταυτότητα. Ο πρόσφυγας στο επίπεδο της συγκρότησής του ως άτομο δεν είναι μετανάστης, πράγμα που σημαίνει ότι οι διαδικασίες είτε της ενσωμάτωσης είτε της αναγνώρισης δεν είναι πρόσφορες για να λύσουν το ζήτημα της πολιτικής συνύπαρξης. Εκείνο, το οποίο διαφαίνεται στον συνειδησιακό ορίζοντα της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας προκειμένου η τελευταία να επιλύσει το προσφυγικό ζήτημα, είναι να καταφύγει σε κάποιες τροποποιήσεις στην οργανωτική δομή της ως εθνικό κράτος. Και το ερώτημα είναι ποιές μπορεί να είναι αυτές οι τροποποιήσεις, οι οποίες θα σημάνουν και τον μετασχηματισμό του εθνικού κράτους σε μία άλλη οντότητα, η οποία θα προκύψει ιστορικά από τις ίδιες τις ανάγκες της παγκόσμιας κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό ας κάνουμε μια επισήμανση: προτάθηκε στην ελληνική πολιτική κοινωνία να αναλάβει σε συνεργασία με την τουρκική πολιτική κοινωνία τη φύλαξη των διοικητικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ίδια την Τουρκία, η οποία δεν είναι κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση απορρίφθηκε επειδή η ελληνική πολιτική κοινωνία προέταξε τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό της ως εδαφική επικράτεια με ανεξάρτητη κυριαρχία και δεν έθεσε ως προτεραιότητα άλλες όψεις του εθνικού στοιχείου. Στη συνέχεια στην πρόσφατη σύνοδο της κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (25 Οκτωβρίου 2015) με αντικείμενο το προσφυγικό ζήτημα η ελληνική πολιτική κοινωνία υποχρεώθηκε να δεχτεί τη εγκατάσταση στην επικράτειά της πενήντα χιλιάδων προσφύγων. Ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει ποιά από τις δύο εκδοχές συνιστούσε την υπεράσπιση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού σ’ έναν κόσμο που καταρρέει!
Αλλά ας εξετάσουμε αυτό που εξ’ αρχής είναι το ζητούμενο: η προσφυγιά ως κοινωνικό πρόγραμμα πολιτικής συνύπαρξης είναι συμβατή με το εθνικό κράτος σε όλα τα επίπεδα συγκροτήσεώς του (διοικητικό κέντρο – εθνική κυριαρχία – κράτος δικαίου – κοινωνικό κράτος – φορολογική αρχή – συνειδησιακή αυτοεπιβεβαίωση κ.α.); Το ερώτημα αυτό είναι υπαρξιακό ερώτημα για την ίδια την Ευρώπη. Διαγιγνώσκουμε, ότι η επίλυση του προσφυγικού ζητήματος μπορεί να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα με τον σταδιακό μετασχηματισμό του εθνικού κράτους και με την εμφάνιση μεταεθνικών οντοτήτων. Επειδή βρισκόμαστε ακόμη στο αρχικό στάδιο του προσφυγικού ζητήματος και επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργάζεται τεχνοκρατικές μεθόδους επίλυσης του (π.χ. την κατανομή του προσφυγικού πληθυσμού σε επί μέρους κράτη) και επειδή υπάρχουν ευρωπαϊκά κράτη που υψώνουν τείχη (όπως π.χ. η Ουγγαρία) είναι απαραίτητο εμείς όλοι όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Ευρωπαίοι πολίτες να αντισταθούμε στη συντηρητική και την αμυντική στάση της γραφειοκρατικής Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες.