Κάθε Έλληνας πολίτης, ο οποίος συμμετέχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας ως πολιτικής οντότητας (και όχι μόνον ο φοιτητής των πολιτικών επιστημών στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο) θέλει να μάθει: ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική απόφαση ή την άσκηση της πολιτικής εξουσίας από τη μία και τον πολιτικό σχεδιασμό από την άλλη. Θέλει να μάθει πότε ο πολιτικός, τον οποίο έχει εκλέξει μέσω της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας αποφασίζει και πράττει ως πολιτικός και πότε συμπεριφέρεται ως πολιτικός σχεδιαστής ακολουθώντας το πρότυπο του σχεδιαστή εμπορευμάτων και προϊόντων.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η προβληματική αυτή αναπτύσσεται στη δημόσια σφαίρα (ίσως όχι με τους όρους της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά με τους συνήθεις δημοσιογραφικούς όρους) με αφορμή το φορολογικό μέτρο που επιβάλλει τον «ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων» (ΕΝΦΙΑ). Η απόφαση για την επιβολή αυτού του φόρου είναι πολιτική απόφαση ή είναι μία τεχνική ρύθμιση που στοχεύει στον εξορθολογισμό του δημοσιονομικού προγράμματος ή ενδεχομένως και σε μία υποτυπώδη τεχνοκρατική διαχείριση του κρατικού χρέους; Η απάντηση, την οποία θα δώσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα θα προσδιορίσει κατά σειρά πρώτον: εάν όσοι έλαβαν την απόφαση για την επιβολή αυτού του φόρου έπραξαν ως πολιτικοί ή ενήργησαν ως τεχνοκράτες και δεύτερον εάν με την απόφασή τους αυτή συμβάλλουν στην πολιτική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας.
Στις μέρες μας η υπονόμευση της πολιτικής συγκρότησης της κοινωνίας μας δεν προέρχεται από εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας (όπως π.χ. στην παλαιότερη και τη νεώτερη πολιτική ιστορία ήταν τα ανάκτορα ή ο στρατός και άλλοι παράγοντες), αλλά από ενδοπολιτικές διαδικασίες, οι οποίες διατηρούν σε τυπικό επίπεδο την αληθοφάνειά τους ως προς τον πολιτικό χαρακτήρα τους, αλλά ως προς την ουσία τους είναι διοικητικές τεχνικές. Χωρίς περιστροφές από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας η απόφαση και η διαδικασία επιβολής του ΕΝΦΙΑ δεν είναι πολιτική πράξη, αλλά διοικητική τεχνική πολιτικού σχεδιασμού. Όσοι αποφάσισαν, να επιβάλλουν αυτό το φόρο δεν είναι πολιτικοί, αλλά σχεδιαστές και διοικητικοί υπάλληλοι.
Ας διευκρινίσουμε όμως προηγουμένως δύο – τρία θεωρητικά πράγματα, για να κατανοήσουμε στη συνέχεια το πρόβλημα του ΕΝΦΙΑ και τον κίνδυνο, ο οποίος υποκρύπτεται κατά την εφαρμογή του να αποδυναμωθεί η πολιτική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Η πολιτική ως απόφαση και πράξη ανάγεται (ή ορθότερα θεμελιώνεται) σ’ αυτό που ονομάζουμε: κριτική ικανότητα. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τύπο πνευματικής ικανότητας, με την οποία, όποιος είναι προικισμένος είναι και πολιτικός. Μέσω της κριτικής ικανότητας η συνείδηση συνδέει δύο πράγματα: το ειδικό, το ιδιαίτερο, το επιμέρους πράγμα με το γενικό, το καθολικό πράγμα. Ως παραδείγματα πολιτικής κριτικής ικανότητας από την πρόσφατη πολιτική εμπειρία της Ελλάδας μπορεί κανείς να αναφέρει την απόφαση του Κων/νου Καραμανλή να εντάξει την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή οντότητα και την απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου στη συνέχεια να ενσωματώσει στην ελληνική κοινωνία δομές του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην πρώτη περίπτωση (Καραμανλής) το επιμέρους πράγμα ήταν η Ελλάδα ως καχεκτική δημοκρατία και ως ημιτελής πολιτικής οντότητα πολιτικής και δικαιοσύνης και το καθολικό πράγμα ήταν η Ευρώπη, ως εκείνος ο συνειδησιακός και πολιτικός μηχανισμός που καθορίζει τις τύχες της ανθρωπότητας. Στη δεύτερη περίπτωση (Α. Παπανδρέου) το ιδιαίτερο πράγμα ήταν η κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία και το γενικό είχε να κάνει με την ιδέα του κοινωνικού κράτους.
Στην περίπτωση που μας απασχολεί (για τον ΕΝΦΙΑ μιλάμε) δεν έχουμε πολιτική απόφαση. Οι σχεδιαστές έβαλαν πάνω στο τραπέζι τρία πράγματα: πρώτον αναζητούν λύση για το δημοσιονομικό έλλειμμα (ενδεχομένως και για το κρατικό χρέος). Δεύτερον: θεωρήθηκε ότι η ακίνητη περιουσία των ελλήνων πολιτών είναι υπέρμετρη και υπερτροφική. Και τρίτον αγνοούν όχι απλώς και μόνο τις υπαρξιακές συνέπειες της επιβολής αυτού του φόρου για τους έλληνες φορολογούμενους, αλλά είναι και ανίκανοι να τον εντάξουν στον ολιστικό και καθολικό προγραμματισμό, του οποίου κύριο πολιτικό αντικείμενο είναι ο ίδιος ο πολίτης ως συνείδηση οικονομικού, πολιτικού και πολιτιστικού εξορθολογισμού.
Με απλά λόγια οι σχεδιαστές του ΕΝΦΙΑ σκέφθηκαν ότι η «αγελάδα» που μπορούν να «αρμέξουν» ονομάζεται: ιδιοκτήτης ακινήτου. Προφανώς αγνοούν ότι η ίδια η φιλελεύθερη θεωρητική και πρακτική παράδοση έχει συνδέσει την ιδιοκτησία με την ελευθερία. Και προφανώς οι ίδιοι αυτοί σχεδιαστές δεν αντιλήφθηκαν ότι ο μεταπολεμικός οικονομικός κόσμος της ελληνικής κοινωνίας στηρίχθηκε στην ιδιοκτησία. Αυτό σημαίνει, ότι όποιος κατέχει ένα ακίνητο μπορεί ως άτομο να αυτοπροσδιορίζεται ως ελεύθερο. Και για την ελληνική περίπτωση ισχύει η διαπίστωση, ότι ο κάτοχος ατομικής ιδιοκτησίας συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην αναπτυξιακή διαδικασία της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι σήμερα.
Ένας οπαδός της συνομωσιολογικής ανάλυσης των ιστορικών πραγμάτων θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι μετά τα «μνημόνια» των οποίων κύριος και πρωταρχικός στόχος ήταν να μετατραπούν οι πολίτες σε «γυμνές» και «φυσικές» υπάρξεις και να έχουν ως μοναδικό μέλημά τους τη φυσική επιβίωση, τώρα το νέο σχέδιο του ΕΝΦΙΑ είναι η πλήρης απαξίωση του πολίτη ως κατόχου ατομικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο όμως η διαπίστωση αυτή δεν είναι μία φαντασιοπληξία του συνομωσιολόγου. Είναι διαπίστωση την οποία κάνουν όλοι όσοι σκεπτόμαστε λογικά και με τους όρους του πολιτικού διαφωτισμού. Το ερώτημα που απευθύνει ο έλληνας πολίτης προς τους σχεδιαστές του ΕΝΦΙΑ διατυπώνεται ως εξής: πώς μπορώ να αναλάβω αυτή τη φορολογική υποχρέωση να πληρώσω αυτό το φόρο ακίνητης περιουσίας, όταν ως πολίτης με έχετε υποχρεώσει να ζω εντός ενός στρατοπέδου δημοκρατικής και πολιτικής απαξίωσης και ταυτοχρόνως ως φορολογούμενος βιώνω τον ανθρώπινο εξευτελισμό να μην μπορώ να συμμετάσχω στα βάρη του κοινωνικού κράτους;
Τελικά όλοι μας, εμείς ως πολίτες και ως φορολογούμενοι, αλλά και οι ίδιοι οι σχεδιαστές του ΕΝΦΙΑ καταλαβαίνουμε ότι «βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα» και το ναυάγιο της ελληνικής κοινωνίας σχεδιάζεται. Χρειάζονται πολιτικές αποφάσεις για να αντιληφθούμε ως κοινωνική συλλογικότητα την κρισιμότητα της ιστορικής συγκυρίας. Στο δημόσιο διάλογο που διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα έχουν αναπτυχθεί δύο απόψεις: πρώτον ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι αντισυνταγματικός (βλ. Δικηγορικοί σύλλογοι κ.α.) και δεύτερον: ότι είναι άδικος (την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί πολιτικοί σχεδιαστές και άλλοι πολλοί που τυπικώς είναι πολιτικοί). Εμείς υποστηρίζουμε ότι ο ΕΝΦΙΑ ως απόφαση και εφαρμογή δεν έχει καμία σχέση με ότι ονομάζουμε πολιτική, αλλά είναι μία διοικητική τεχνική, η οποία βραχυπρόθεσμα ενδεχομένως να λειτουργήσει σε ποσοτική βάση για να λυθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα, αλλά μακροπρόθεσμα «ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου» για την ίδια την πολιτική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Το ερώτημα προς τους σχεδιαστές του ΕΝΦΙΑ ως πολιτικό πρόβλημα «μεταφράζεται σε έλλογη κραυγή» αγωνίας και άγχους του έλληνα πολίτη προς όλους τους πολιτικούς που ο ίδιος έχει εκλέξει. Η ποσοτική λύση του δημοσιονομικού προβλήματος υποθηκεύει την υπαρξιακή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.