Συμπληρώθηκαν είκοσι πέντε χρόνια από το έτος: 1990, οπότε επανενώθηκαν τα δύο γερμανικά κράτη (η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας). Η 3η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως εθνική εορτή για το νέο ενιαίο γερμανικό κράτος. Με αφορμή το γεγονός αυτό δίδεται η ευκαιρία στους γερμανούς πολίτες, αλλά και σε όλους τους ευρωπαίους πολίτες να αναστοχασθούν και να διατυπώσουν μερικές σκέψεις για το παρελθόν, αλλά και για τις μελλοντικές προοπτικές του γερμανικού κράτους και της γερμανικής συλλογικής συνείδησης.
Εξ αρχής θα πρέπει να τονισθεί, ότι δομικό και συγκροτησιακό στοιχείο του γερμανικού πνεύματος συνιστά αυτό που ιστορία των ιδεών έχει επικρατήσει να ονομάζουμε: «ιδιαίτερη εθνική οντότητα». Πρόκειται για μία ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός πληθυσμός (ή λαός) πέραν των ορίων των κοινωνικών τάξεων και των επαγγελματικών ομάδων πιστός σ’ έναν αρχέγονο μύθο για το «έθνος κυρίων» θα ηγηθεί της Ευρώπης. Η ιδέα αυτή αποτέλεσε το θεμέλιο του «ιδιαίτερου δρόμου ή πορείας», την οποία εκπόνησε η αυτοκρατορική Γερμανία μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Έκτοτε και η ιδέα της «εθνικής κοινότητας» και η πολιτική εφαρμογή του «ιδιαίτερου δρόμου», γνωρίζει ποικίλες ιστορικές εκδοχές με αποκορύφωμα την τραγική κατάληξη του εθνικοσοσιαλισμού και του ναζισμού (1933-1945).
Το Μάιο του 1949 στα κατεχόμενα από τους Αμερικανούς, Γάλλους και Βρετανούς εδάφη της ηττημένης Γερμανίας ιδρύεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD) με πρωτεύουσα τη Βόννη και στα κατεχόμενα από τους Σοβιετικούς εδάφη ιδρύεται η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) και η πόλη του Βερολίνου διαιρείται σε Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο. Και η διαίρεση αυτή (και για την πόλη και για το γερμανικό κράτος) παύει να υφίσταται την 9η Νοεμβρίου του 1989 μετά την «πτώση του τείχους».
Η ιστορική πορεία της μεταπολεμικής Γερμανίας σημαδεύει την τωρινή πνευματική, συνειδησιακή και πολιτική κατάστασή της. Κατά συνέπεια αξίζει τον κόπο να ερευνήσει κανείς, έστω και σε γενικές γραμμές τι ακριβώς συνέβη σε πνευματικό και σε πολιτικό επίπεδο από το 1945 μέχρι σήμερα. Η ιστορική πορεία της γερμανικής κοινωνίας μετά το 1945 χωρίζεται σε τρεις φάσεις (περιόδους): η πρώτη φάση εκτείνεται από το 1945 έως το 1990: είναι η φάση της διαίρεσης, των δύο γερμανικών κρατών και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 1990 έως το 2015: είναι η φάση η οποία αρχίζει με την επανένωση και διαρκεί μέχρι τις μέρες μας όσον αφορά στην περιοδιολόγησή της, αλλά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον σχετικά με την πολιτική διαχείριση της ιδέας της «εθνικής κοινότητας», πράγμα που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Και η τρίτη φάση είναι αυτή που μόλις τώρα ξεκίνησε (συγκεκριμένα πριν από λίγους μήνες τη νύχτα της 12ης προς την 13η Ιουλίου του 2015 στις Βρυξέλλες), αλλά έχει σημαδέψει ανεξίτηλα και τη γερμανική συλλογική συνείδηση αλλά και την μελλοντική ιστορική πορεία της Ευρώπης.
Κατά την πρώτη φάση η Γερμανία ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εγκαταλείπει τον «ιδιαίτερο δρόμο» του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, ο οποίος την οδήγησε στην αυτοκαταστροφή και την παγκόσμια κοινότητα στον όλεθρο και χαράσσει τον «μακρύ δρόμο προς την Δύση» (βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του ιστορικού Heinrich A. Winkler). Πράγματι τρεις μείζονες διαδικασίες εκτυλίσσονται σε συλλογικό συνειδησιακό και πολιτικό επίπεδο στην μεταπολεμική Γερμανία: πρώτον, ο εκδυτικισμός της πολιτικής και στο χώρο του κοινοβουλευτισμού και στο χώρο της διοικητικής οργάνωσης. Δεύτερον, αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες και καθιερώνονται διαδικασίες καταμερισμού έργου ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Το κράτος δεν είναι οντότητα με πολιτική ισχύ, αλλά υπό έλεγχο και επιτήρηση και κηδεμονία. Και από την άλλη η κοινωνία ως οργανωμένη οικονομία καθίσταται παραγωγική μηχανή προς μίμηση. Το γερμανικό μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα» είναι κάτι για το οποίο όλοι ακόμη μιλάνε. Και τέλος τρίτη και πολύ σημαντική διεργασία είναι αυτή που έχει να κάνει με το ζήτημα της συλλογικής ενοχής και με ό,τι ονομάσθηκε «επανεκπαίδευση» ενός συλλογικού υποκειμένου. Η μαθησιακή αυτή διαδικασία ως πνευματικό έργο ήταν υπόθεση της διανόησης και των πανεπιστημίων. Δεν είναι τυχαίο, ότι έχει επισημανθεί η συμβολή της φιλοσοφίας και του στοχασμού στην ίδρυση της μεταπολεμικής Γερμανίας. Είναι εξίσου σημαντική με τη συμβολή της πολιτικής.
Όταν φθάνουμε στο έτος: 1990 και συντελείται η γερμανική επανένωση θα πρέπει να κατανοήσουμε, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα διοικητικό επεισόδιο στην ιστορική πορεία της Γερμανίας, αλλά με ένα συνειδησιακό συμβάν, όπως αποδεικνύεται με τα δεδομένα της τωρινής ευρωπαϊκής πολιτικής συγκυρίας. Το 1990 με τη γερμανική επανένωση ιδρύεται το νέο ενιαίο γερμανικό κράτος, το οποίο οπωσδήποτε σύμφωνα με την θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι η ιστορική συνέχεια της προηγούμενης κατάστασης, αλλά σε συνειδησιακό και σε πολιτικό επίπεδο είναι ένα εντελώς διαφορετικό «πράγμα» (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου). Η «Δημοκρατία του Βερολίνου» όπως συνηθίζεται να ονομάζεται το νέο γερμανικό κράτος, εξ αρχής επιδιώκει να απομακρυνθεί από το κοσμοείδωλο της μεταπολεμικής Γερμανίας. Θεωρεί, ότι το ζήτημα της συλλογικής ενοχής ανήκει στο ιστορικό παρελθόν και στο σύνολό τους οι τρείς συγκροτησιακές πολιτικές διαδικασίες του παρελθόντος είναι ξεπερασμένες. Η ίδια η διαδικασία του εκδυτικισμού συνδέθηκε με την προώθηση των σχεδίων για την εγκαθίδρυσή της μεταεθνικής οντότητας που ονομάζεται: Ευρωπαϊκή Ένωση. Και από εκεί και ύστερα μηχανεύεται και επινοεί τεχνάσματα τα οποία δεν προωθούν παρά την ιδέα της «εθνικής κοινότητας» στις νέες μετα-εθνικές συνθήκες. Επί εικοσιπέντε χρόνια τώρα το Βερολίνο ως εθνική και κρατική οντότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική συλλογικότητα, της οποίας δομικό και συγκροτησιακό χαρακτηριστικό είναι η ξεχασμένη ιδέα της «εθνικής κοινότητας». Η ιδέα αυτή όμως δεν εμφανίζεται σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία με τη αμεσότητά της, με τη σημαντικότητά της, με τη φυσιοκρατική της υπόσταση, αλλά διαμεσολαβημένη.
Για τη νύχτα της 12ης προς την 13η Ιουλίου 2015, στις Βρυξέλλες, όταν η ελληνική κυβέρνηση με τους εταίρους της υπέγραψε τη νέα συμφωνία δημοσιονομικής προσαρμογής ο Jürgen Habermas τόνισε με έμβαση (βλ. Εφημερίδα Γκάρντιαν, 16 Ιουλίου 2015): «Η γερμανική κυβέρνηση έπαιξε και έχασε σε μία νύχτα όλο το πολιτικό κεφάλαιο που η Γερμανία είχε συσσωρεύσει σε μισό αιώνα». Τελειώνοντας θα πρέπει να τονίσουμε, ότι η τρίτη φάση στην ιστορική πορεία της Γερμανίας, που μόλις τώρα αρχίζει και η οποία συμπίπτει με την ηγεμονία της στην Ευρώπη θα πρέπει να ερευνηθεί σε όλα τα επίπεδα απ’ όλους μας και από τους πολίτες και τους πολιτικούς και γενικά από τις πολιτικές κοινωνίες εν γένει της ευρωπαϊκής συλλογικότητας. Και όλοι προσδοκούμε, ότι δεν θα είναι μία ακόμη τραγική ιστορική ευρωπαϊκή εμπειρία.