Στα νησιά

Από τα αρχέγονα νερά του ποταμού αναδύθηκε η στεριά, ένα ύψος πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα ως το στιλπνό μέταλλο του ουρανού, η θέση του θεού. Κάτω στην όχθη δεν υπάρχει ούτε ένα καλύβι ακόμη, το χώμα μπλέκει με το νερό και η ζωή κερδίζεται με χειρονομίες ελάχιστες. Στο ναό ψηλά ο θεός ακουμπά στην ιερή πέτρα και γίνεται Φοίνικας ένα με τον Ήλιο. Η απέναντι όχθη, που δεν καλοφαίνεται μες την αντάρα και τη θολούρα, έχει αιώνια νύχτα. Εκεί ο χρόνος έχει μόνο παρόν και μέλλον. Εδώ μαθαίνουμε να μετριόμαστε με τη φθορά και την απουσία, το χθες της ζωής και τη μη ζωή.

Ο ποταμός είναι ο Ωκεανός χωρίς πηγές χωρίς εκβολές· το ρεύμα του γυρίζει πίσω κι ο ποταμός γίνεται το τελευταίο, το ακριανό της ασπίδας στεφάνι, να περικλείσει τα ανθρώπινα. Το εύρος του αυξάνει, καθώς εκείνος γεννάει στεριές και στεριές· απλόχερα κομματιάζει το νόημά του σε πλωτές διαδρομές: το κύμα χαμηλώνει, το χώμα πικρίζει τα γλυκά νερά κι ο ζευγάς αφήνει το χωράφι του να περάσει απέναντι. Ο Ωκεανός στα μέρη μας είναι μικρές θάλασσες η μια μετά την άλλη: δεν είναι όριο, δεν είναι εμπόδιο, δεν είναι αχανές, διάχυτο, υπέροχο, αινιγματικό· η θάλασσα στα μέρη μας είναι η άλλη στεριά, με τους δρόμους, τους καιρούς, τα περιβόλια της, ένα “πράγμα” που νιώθεται δικό μας. Οι τεχνίτες της δεν κυνηγούν ισοσθένειες  με τους θεούς· έχουν αφήσει στους προφήτες τα βουνά και περιβρύχιοι λυγίζουν τα αναπότρεπτα· τα άρμενα και τα σκοινιά, οι χορδές της τέχνης τους, κουρδίζουν πράξεις της ψυχής, που αγαπιέται.

Σ´αυτή την άλλη στεριά, που με μύριους πόνους “ανοίξαμε διάβα να περάσει η τόλμη μας”, έρχονται να ακουμπήσουν άνθρωποι άμαθοι· φερμένοι από μακρυά συλλαβίζουν το όνομά της με ξένους τρόπους. Οι θεοί τους αδιάφοροι, οι θεοί μας κουρασμένοι. Ο ήλιος σκληρός και η νύχτα, α η νύχτα χωρίς ούτε μια αγαπημένη σιωπή!, στοιχίζει κορμιά τεντωμένα κι αισθήματα πλαστά σε μια ηδυπάθεια ακατέργαστη. Γκρεμίζονται από το ψηλό παλάτι της μάγισσας και σκορπάνε τα στραγάλια τους στα βράχια· μερικοί, πιο τυχεροί, γίνονται κάθε καλοκαίρι τα ηδονικά ξέφτια ενός σκηνικού σε θέατρο, που δεν ξέρουν τι έργο παίζει.

Έρχονται κι άλλοι σε μακρύ ταξίδι, ψυχές αστάθμιστες, με μάτι θολό από το πένθος, με φωνή πληγωμένου ζώου, ανυποχώρητοι στην αλήθεια της φρίκης, που έζησαν. Δεν ξέρουν να σταθούν στους βωμούς με κλαδιά ικεσίας λευκοστεφανωμένα· δεν ξέρουν πώς να περπατήσουν, πώς να μιλήσουν, πώς ν᾽ανταλλάξουν με στοχαστική σιωπή το βλέμα που στάζει πόνο αγιάτρευτο. Γαντζωμένοι στο χτες τους με το χτες σκιάζουν τη ζωή, που θα ζήσουν στους νέους τόπους. Τα γένη στα μέρη της επαγγελίας τους είναι επίφθονα, αρνητικά στην καινοφάνεια χωρίς πίστη στη συνοικία της Δίκης. Υψώνουν τείχη και σκάβουν χαράκια να προστατέψουν τα πενιχρά τεχνουργήματα της πολιτικής ζωής τους και δεν γνωρίζουν τα αναρίθμητα φτερά του φόβου. Όμως στα μέρη μας το παράδειγμα του Ωκεανού με τις πολλές σκάλες, τις πολλές συναντήσεις, τα εμπόρια και την ισχύ πάνω στο μοιρασμένο σώμα του δείχνει πως Άλλος είναι μόνο ο θεός κι ο ξένος δεν είναι για πάντα ξένος.

 

νησιά