Το κακό δεν πρέπει να τριτώσει

Πριν κάτι παραπάνω από ένα μήνα ο Πρωθυπουργός Α. Τσίπρας αποφάσισε την ρήξη με τους εταίρους, λαμβάνοντας την αρνητική για την χώρα και την εθνική οικονομία απόφαση διενέργειας του δημοψηφίσματος της 5 Ιουλίου. Προφανώς πίστευε ότι κάπου βασιζόταν, το μεγάλο ρίσκο, όμως, όχι μόνο δεν του βγήκε αλλά οδήγησε στο «και πέντε» στην απότομη στροφή και την οδυνηρή συμφωνία της 13 Ιουλίου. Ο Πρωθυπουργός ετέθη ενώπιον των μεγάλων ευθυνών – δυστυχώς τόσο αργά – και αποφάσισε ελλείψει άλλων εναλλακτικών, που τόσο μάταια αναζητούσε, να μην συνδέσει ιστορικά το όνομά του με την χρεοκοπία της χώρας και την επιγενόμενη έξοδό της από την Ευρωζώνη και πιθανόν και από την ΕΕ.

Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας με τους εταίρους μας η ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει μέχρι την 18 Αυγούστου να έχει υπογράψει μία νέα δανειακή σύμβαση με τους δανειστές μας και αντίστοιχο μνημόνιο συνεργασίας, τα οποία αναμένεται ότι θα περιλαμβάνουν νέους επαχθείς όρους. Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η υπογραφή της νέας συμφωνίας και του νέου μνημονίου αλλά πολύ περισσότερο η υλοποίηση των όρων τους.

Το ερώτημα που πλανάται, μετά τις ψηφοφορίες στο Κοινοβούλιο για την ψήφιση των προαπαιτουμένων για την υπογραφή της νέας συμφωνίας μέτρων, είναι εάν η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα παραμείνει συμπαγής για την ψήφιση και εφαρμογή αυτών των μέτρων. Όπως κατέδειξαν αυτές οι ψηφοφορίες αλλά και η εντεινόμενη συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι αδύνατον. Δύο ενδεχόμενα καθίστανται πιθανά:

 

  1. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα διασπαστεί με την αποχώρηση των βουλευτών της Αριστερής Πλατφόρμας και γενικά όσων αντιδρούν στο ενδεχόμενο υπογραφής νέου μνημονίου, οπότε θα συνεχίσει να κυβερνά ως Κυβέρνηση μειοψηφίας μαζί με τους ΑΝΕΛ– εάν βέβαια κρατήσουν από κοινού 120 βουλευτές, που προβλέπει το άρθρο 84 παρ. 6 εδ. α΄ Συντάγματος – και την ανοχή των κομμάτων της δημοκρατικής Αντιπολίτευσης.
  2. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διασπάται τυπικά – κοινοβουλευτικά αλλά οι αντιδρώντες Βουλευτές στο εσωτερικό του θα συνεχίσουν να καταψηφίζουν τη νέα συμφωνία και τα από αυτήν προβλεπόμενα μέτρα λιτότητας.

Επειδή και τα δύο ενδεχόμενα έχουν αυτονόητες ενδογενείς αδυναμίες που τα καθιστούν ελάχιστα ρεαλιστικά, εάν όχι «σουρεαλιστικά» κατά τον όρο του Πρωθυπουργού, και πάντως βραχύβια, είναι βέβαιον ότι θα αναζητηθούν νέες λύσεις. Η μία λύση είναι αυτή των εκλογών το ερχόμενο φθινόπωρο στο διάστημα μεταξύ 13 Σεπτεμβρίου και 8 Νοεμβρίου, που δείχνει ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Πρωθυπουργού για «καθαρές» λύσεις και ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και γι αυτό συζητείται ως η περισσότερο πιθανή. Η δεύτερη λύση είναι αυτή της δημιουργίας νέας Κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή, «εθνικής ενότητας» ή «ειδικού σκοπού», με την στήριξη του εναπομείναντος από την διάσπαση μέρους του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Α. Τσίπρα, τη ΝΔ, το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως τους ΑΝΕΛ και η οποία θα είναι μακρόβιας προοπτικής, τουλάχιστον 2 ετών, για να χειριστεί τα αποτελέσματα της νέας συμφωνίας και να υλοποιήσει τα από αυτήν προβλεπόμενα μέτρα υπό καθεστώς σχετικής πολιτικής ομαλότητας, θα αποτελείται από πρόσωπα, πολιτικούς ή τεχνοκράτες, που πιστεύουν στην εφαρμογή της, και θα έχει Πρωθυπουργό τον σημερινό Πρωθυπουργό, ο οποίος ακόμη χαίρει υψηλής δημοφιλίας και φαίνεται να έχει πλέον πειστεί για την αναγκαιότητα θυσιών για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Άλλωστε αυτός είναι, που μετά την παραίτηση της νυν Κυβέρνησης θα λάβει την διερευνητική εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ως ο αρχηγός του σχετικώς πλειοψηφούντος εν τη Βουλή κόμματος κατ’ άρθρο 38 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 37 παρ. 2 εδ. β΄ Συντάγματος.

Η λύση αυτή, αν και δεν εξυπηρετεί τα σχέδια του Πρωθυπουργού και το στενό πολιτικό του συμφέρον, έχει ορατά πλεονεκτήματα για το εθνικό συμφέρον, εφόσον θα συμβάλει περαιτέρω στην εθνική συνεννόηση, όρος εκ των ων ουκ άνευ για την σωτηρία της πατρίδας, και θα αποτρέψει τις νέες εκλογές, επιλογή καταστροφική για την εθνική οικονομία. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλάβει κάποιος ότι τρίτη εκλογική αναμέτρηση εντός του ιδίου έτους με την οικονομία να βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με αναμενόμενη ύφεση 2-4%, υψηλή με προοπτικές περαιτέρω ανόδου ανεργία και ελέγχους στην τραπεζική κίνηση κεφαλαίων πέραν την πολιτικής αβεβαιότητας και της εκ νέου δυσαρέσκειας που θα δημιουργήσει στους εταίρους μας, μπορεί να σημάνει την αναζωπύρωση του κινδύνου Grexit και την χαριστική βολή για την οικονομία και την χώρα.

Ο γράφων έχει συναίσθηση των δυσκολιών επίτευξης μίας τέτοιας λύσης και μάλιστα υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται. Οι στιγμές είναι όμως τόσο κρίσιμες που δεν συγχωρούν την επικράτηση του οποιουδήποτε μικροκομματικού ή προσωπικού οφέλους εις βάρους του εθνικού. Είναι πλέον ιστορική πραγματικότητα και όχι απλή κινδυνολογική πρόβλεψη, το πόσο έβλαψαν την χώρα οι εκλογές της 25 Ιανουαρίου και το δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου. Μην αφήσουμε το κακό να τριτώσει.

 

εκλογέςπολιτικήπρωθυπουργόςΣύνταγμα