Το τέχνασμα της δήθεν ερώτησης έπεσε στο κενό. Η πραγματικότητα επικράτησε της κατασκευής και οι ψηφοφόροι θα απαντήσουν στο πρώτο αληθινό δίλημμα: ευρώ ή δραχμή. Αλλά η ουσία του δημοψηφίσματος, η ουσία της απάντησης πηγαίνει πολύ πιο μακριά. Αυτό που προτείνεται χωρίς να λέγεται στους ψηφοφόρους είναι η έναρξη ενός ντόμινο απόλυτα προβλέψιμων εξελίξεων που θα αλλάξουν βαθιά προς το χειρότερο τη χώρα και θα μεταβάλουν το είδος της δημοκρατίας της. Το πρώτο βήμα είναι ξεκάθαρο και για τον τελευταίο ψηφοφόρο. Το «όχι» στο πακέτο που προτάθηκε, όπως αποτυπώνεται στο ψηφοδέλτιο, σημαίνει αυτομάτως απομόνωση μέσα στην ευρωζώνη. Αμέσως μετά, δηλωμένα και αναπόφευκτα, θα πέσουν στο κενό οι προσπάθειες που θα κάνει η κυβέρνηση να κρατήσει τον εξωτερικό τύπο της συμμετοχής στο ευρώ, με κάποιο παράλληλο νόμισμα, και η Ελλάδα θα βρεθεί να ζητεί η ίδια την έξοδό της. Η τυπική προϋπόθεση για έξοδο από την ευρωζώνη είναι η έξοδος από την Ε.Ε. Στην περίπτωσή μας ο νομικός τύπος έχει πολιτική ουσία. Θα ήταν εντελώς παράλογο να υποθέσει κανείς ότι οι Ευρωπαίοι θα θελήσουν να διατηρήσουν στην Ένωση μια χώρα που θα έχει συγκρουστεί με τέτοιο τρόπο μαζί τους, πολύ περισσότερο όταν η κυβέρνηση έχει ήδη απειλήσει ότι θα προβάλλει βέτο στον πυρήνα των ευρωπαϊκών αποφάσεων. Ποιος θα θέλει να έχει μια καθημαγμένη Ελλάδα και μια εκτός πλαισίων, απελπισμένη κυβέρνηση να διατηρεί τη δυνατότητα να παρεμποδίζει τη λήψη των στρατηγικών αποφάσεων της Ευρώπης, ιδιαίτερα στα γεωπολιτικά θέματα, για τις οποίες έχει διατηρηθεί η αρχή της ομοφωνίας; Και, με τα δείγματα που είχαμε μέχρι σήμερα, κατεξοχήν με όσα θεσμικά άτοπα συνόδευσαν το δημοψήφισμα, ποιος μπορεί να πιστέψει πως οι δημοκρατικές εγγυήσεις θα παραμείνουν αναλλοίωτες σε συνθήκες ακραίας φτωχοποίησης της χώρας, όταν θα πρέπει να ανευρεθούν υπαίτιοι για να αναλάβουν το ασήκωτο βάρος θυσιών και κατακραυγής χωρίς προηγούμενο στη μεταπολιτευτική ιστορία μας;
Με αυτό τον τρόπο το δημοψήφισμα πηγαίνει πέρα από και από το ευρώ. Το δημοψήφισμα αφορά τον κόσμο όπου θέλουμε να ανήκουμε και να ζούμε ως εθνική συλλογικότητα. Αν προτιμάμε τις νέες δυσκολίες που βρίσκονται μπροστά στην ελληνική κοινωνία μέσα σε μια προβληματική Ευρώπη ή αναδεχόμαστε τον κίνδυνο της μετατροπής της χώρας στο πολιτικό ισοδύναμο της γεωγραφίας της – κάτι μεταξύ Βαλκανίων και Βόρειας Αφρικής – με γεωπολιτικές απειλές, υπερ-πολιτικοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και αντίστοιχη (λατινοαμερικανικού τύπου) θεσμική χαλάρωση.
Αν οι πολίτες επιβάλουν ως προτεραιότητα της χώρας τη σύνδεση με την Ευρώπη, εκείνη έχει τους λόγους και, τώρα πια, έχει και το πολιτικό πλαίσιο για να στηρίξει την Ελλάδα, αντισταθμίζοντας σε ένα βαθμό και τα βαρύτατα σφάλματα που έγιναν από την πλευρά της στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Το πολιτικό παράδειγμα που φοβάται σήμερα, η «μετάδοση» της ριζοσπαστικοποίησης, θα είναι τη Δευτέρα αντίστροφο και τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Γερμανία θα έχουν πολιτικό όφελος να στηρίξουν την ανάκαμψη μιας χώρας ως ανταμοιβή των πολιτών που σε ακραίες συνθήκες δεν απαρνήθηκαν την Ευρώπη.
Για να αποφευχθούν τα χειρότερα, όμως, δεν αρκεί να αποφύγουμε τη ρήξη, στην οποία κατά συντριπτική πιθανότητα οδηγεί το «όχι» στο δημοψήφισμα. Χρειάζεται να αποφύγουμε και έναν άλλο κίνδυνο. Τα δημοψηφίσματα είναι από τη φύση τους διλημματικά και στην ιστορία του ελληνικού κράτους (εκτός από το τελευταίο, του 1974) συνδέονται με περιόδους πολιτικής εκτροπής και εθνικών περιπετειών. Σε συνθήκες βαρύτατης οικονομικής κρίσης, οι ευθύνες για την οποία δεν μπορούν να αποσιωπώνται, το δίλημμα εύκολα γίνεται διχασμός. Σε συνθήκες διχασμού η χώρα, ιστορικά υπότροπη στον πειρασμό του, θα χρειαστεί δεκαετίες για να επουλώσει τις πληγές. Αυτό σημαίνει πως, εάν επικρατήσει η ευρωπαϊκή ψήφος, στις πολιτικές εξελίξεις που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν οι πολιτική προτεραιότητα πρέπει να είναι συμφιλιωτική. Και να εκφραστεί με απόρριψη κάθε ιδέας ρεβανσισμού, με διάθεση συνεργασίας και με όσους θα έχουν προτιμήσει το «όχι», με άνοιγμα στο μεγάλο εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ που θα εκφράζεται, παρά την προφανή δυσχέρεια, και με ανοιχτές πόρτες για τη συμμετοχή στελεχών του στα ευρύτερα σχήματα που θα απαιτήσουν τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.