Όλοι οι πολίτες στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες επωμίζονται το ρόλο που τους αναθέτουν οι πολιτικοί θεσμοί της πολιτικής μορφής ζωής. Στις νεώτερες και σύγχρονες πολιτικές μορφές ζωής καθιερώθηκαν κανόνες και εγκαθιδρύθηκαν θεσμοί, οι οποίοι εγκατέστησαν με τη σειρά τους ένα σύστημα καταμερισμού πολιτικής εργασίας για τα συλλογικά υποκείμενα, που εργάζονται και διεκπεραιώνουν την πολιτική αποστολή που αναλογεί στην πολιτική αρμοδιότητά τους. Τα συνταγματικά κείμενα και πολλά άλλα ερμηνευτικά συγκείμενα μπορούν να λειτουργούν ως οδοδείκτες προς την πολιτική διευθέτηση των κοινωνικών και των οικονομικών ζητημάτων.
Η ελληνική πολιτική κοινωνία εδώ και χρόνια έχει συγκροτηθεί ως συνταγματική εκδοχή της νεώτερης και σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας του πολιτικού διαφωτισμού. Δε χρειάζεται και δεν ενδιαφέρονται, εξ άλλου και οι αναγνώστες μας, να κατανοήσουν το θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο συνδέεται με τον πολιτικό διαφωτισμό και με την ίδρυση της πολιτικής κοινωνίας στη βάση των αρχών του. Εκείνο που μας ενδιαφέρει όλους μας είναι η πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διενεργήσει δημοψήφισμα με αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται στο τελικό σχέδιο που υπέβαλαν οι θεσμοί προς διαπραγμάτευση προς την ελληνική πλευρά.
Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν τα παράδοξα ή εάν θέλετε η επιχείρηση «αποδόμησης» του σχεδίου ή της πρότασης των θεσμών. Από τη σκοπιά της ερμηνευτικής λογικής ποτέ τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα, αλλά και ποτέ οι ερμηνείες που μπορούν να «κατασκευασθούν» δεν μπορούν να διεκδικήσουν την αποκλειστική τιμή της αλήθειας. Εάν αυτή η πρωταρχική παραδοχή ισχύει, τότε ισχύει και ο ισχυρισμός μου, σύμφωνα με τον οποίο η διενέργεια του δημοψηφίσματος ως πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά μείζον πολιτικό παράδοξο για λόγους, τους οποίους θα εξηγήσω στη συνέχεια από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας.
Πρώτον, στη διαβούλευση που έγινε το Σάββατο, την 27η Ιουνίου 2015 συζητήθηκε εμπεριστατωμένα το πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας της διενέργειας του δημοψηφίσματος. Επειδή όμως όλα τα πολιτικά ζητήματα δεν μπορούν να ανάγονται στη στενή ερμηνευτική πρακτική του συνταγματικού κειμένου, θα πρέπει επιτέλους όλοι μας και οι πολιτικοί και οι πολίτες να κατανοήσουμε, ότι η πραγματικότητα μέσα στην οποία «κατοικούμε» (στο βαθμό που εμείς την κατασκευάζουμε και την ελέγχουμε) μας υπερβαίνει. Δεν πετάμε το κείμενο στον κάλαθο της ιστορίας.
Δεύτερον, αναφύεται κατά συνέπεια το ερμηνευτικό ζήτημα, το οποίο αναφέρεται όχι στο συνταγματικό θέμα, αλλά στο κείμενο, από το οποίο θα προκύψει το τελικό ερώτημα του δημοψηφίσματος. Σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτό τον τόπο εντοπίζουμε όλοι εμείς οι πολίτες, οι οποίοι πασχίζουμε με κάθε τρόπο να αποτελέσουμε τη δυναμική της «κοινωνίας των πολιτών» ένα παράδοξο ή εάν θέλετε να το ονομάσουμε με τους όρους της πολιτικής αισθητικής: μία «ετεροτοπία». Το δημοψήφισμα που έχει προκηρύξει η κυβέρνηση δεν είναι, κατά τους ορισμούς της πολιτικής φιλοσοφίας, πολιτική απόφαση. Είναι κάτι άλλο. Είναι πολιτική «ετεροτοπία». Πράγμα που σημαίνει, ότι η κυβέρνηση ως πολιτικό υποκείμενο αρνείται να αποφασίσει η ίδια για ένα έργο ή για μία αποστολή (Beruf) που στο πλαίσιο του πολιτικού καταμερισμού εργασίας της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας έχει αναλάβει και το έργο αυτό το μεταθέτει σε άλλο συλλογικό πολιτικό υποκείμενο (στην προκείμενη περίπτωση π.χ. στο «λαό»!).
Θα μπορούσαμε και εγώ ως συγγραφέας του σύντομου αυτού σημειώματος και εσείς ως αναγνώστες να συνεχίσουμε την απαρίθμηση των παραδοξοτήτων σχετικά με το δημοψήφισμα. Εκείνο που έχει σημασία όμως για όλους μας ως πολίτες είναι το εξής: όταν η ίδια η κυβέρνηση ως πολιτική συλλογικότητα δεν μπορεί να λάβει μία πολιτική απόφαση, όπως επιβάλλεται από τους θεσμούς, δεν επιτρέπεται να μεταθέτει το βάρος της απόφασης στους πολίτες, τους οποίους ονομάζει «λαό» και τους οποίους καλεί να αποφασίσουν για ένα κείμενο που δεν υπάρχει. Αυτό τελικά, αυτή η διαδικασία ονομάζεται δημοψήφισμα σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία;